Άρθρα «Γλωσσικός υπολογισμός» στη σχολική εκπαίδευση

Σ ε λ ί δ α  4 / 5
.


«ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΣ» ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

Είναι προφανές ότι όλοι και όλες οι συντελεστές του Γλωσσικού Υπολογιστή «υπολογίζουμε» τη γλώσσα. Υπολογίζουμε όμως και σε αυτήν. Εξ ου και ο τίτλος του περιοδικού μας, τον οποίο χρωστάμε στον Δ.Ν. Μαρωνίτη, Πρόεδρο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας. Νομίζω ότι κίνητρο γι' αυτή την πρότασή του, την οποία επιλέξαμε ανάμεσα σε πολλές άλλες, ήταν ότι λειτουργεί ως ένα θαυμάσιο λογοπαίγνιο, δεδομένης της ηλεκτρονικής μορφής του περιοδικού. Η δική μου προτίμηση για τον τίτλο αυτόν είχε σχέση με το γεγονός ότι το λογοπαίγνιο λειτουργεί και σε ένα δεύτερο σημασιολογικό επίπεδο, που παραπέμπει στο ουσιαστικό ενδιαφέρον μας για τη γλώσσα και δηλώνει την ταυτότητα του περιοδικού.

Υπολογίζοντας τη γλώσσα ως ένα εξαιρετικής σημασίας συμβολικό αγαθό, ως μέσο επικοινωνίας και αναπαράστασης του κόσμου, ως μέσο πρόσβασης στη γνώση, υπολογίζουμε ταυτόχρονα σ’ αυτή για ένα σωρό πράγματα, μεταξύ των οποίων είναι η απόκτηση κοινωνικής δύναμης και η συμμετοχή με τον τρόπο αυτό στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αφού η γλώσσα αποτελεί συγχρόνως μέσο κοινωνικής ισχύος (βλ. Bourdieu 1991). Ακριβώς λοιπόν επειδή υπολογίζουμε τη γλώσσα και επίσης υπολογίζουμε σε αυτήν όλοι οι συντελεστές του Γλωσσικού Υπολογιστή, επιθυμούμε να δημιουργήσουμε ένα forum για διεπιστημονικό προβληματισμό γύρω από τη γλώσσα και τη γλωσσική αγωγή, επιθυμία η οποία υποκινεί και προσδιορίζει το βασικό σκοπό του περιοδικού.

Βεβαίως, η συμμετοχή στο διάλογο έχει νόημα από τη στιγμή που συνειδητά θέλουμε να αποφυσικοποιήσουμε τις αντιλήψεις που παρουσιάζονται ως αυταπόδεικτες αλήθειες και να προβληματιστούμε σε σχέση με αυτές. Και τούτο όχι μονάχα γιατί πολλές από τις καθιερωμένες θέσεις είναι συχνά επιστημονικά ατεκμηρίωτες, αλλά και γιατί μπορεί αυτές οι αντιλήψεις να μην οδηγούν σε μορφές γλωσσικής εκπαίδευσης που να ικανοποιεί τις παρούσες αλλά κυρίως τις μελλοντικές κοινωνικο-πολιτισμικές και οικονομικές ανάγκες του τόπου.

Για να μπορέσουμε όμως να κάνουμε διάλογο που να στηρίζεται σε επιστημονικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα και ερευνητικά πορίσματα χρειάζεται η πληροφόρηση και ο προβληματισμός σχετικά με τις νέες αντιλήψεις, τις τάσεις και πρακτικές που έχουν διαμορφωθεί στην παγκόσμια κοινότητα όλων όσων ασχολούνται με τη γλώσσα και τη γλωσσική αγωγή σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Κατά την ανταλλαγή έγκυρων απόψεων, πρέπει βεβαίως να λαμβάνουμε υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κοινωνικο-πολιτισμικού τοπίου και του εκπαιδευτικού συστήματος στα πλαίσια του οποίου προσφέρεται η γλωσσική παιδεία.

Παράλληλα είναι ανάγκη να συμβάλουμε στην ανάπτυξη ενός ουσιαστικά διεπιστημονικού χώρου, στα πλαίσια του οποίου να διερευνώνται ζητήματα γλωσσικής εκπαίδευσης. Αυτή είναι και η άποψη της Frances Christie, η οποία επιχειρηματολογεί στο ενδιαφέρον άρθρο που έγραψε ειδικά για τον Γλωσσικό Υπολογιστή υπέρ της ανάπτυξης του χώρου της εκπαιδευτικής γλωσσολογίας, ο οποίος διαφέρει από τη συμβατική διδακτική της γλώσσας και την εφαρμοσμένη γλωσσολογία στη γλωσσοδιδακτική. Η βασική διαφορά, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, έγκειται στο ότι δεν στοχεύει στην εφαρμογή κάποιας θεωρητικής θέσης για τη γλώσσα και κάποιου μοντέλου ανάλυσής της, ή στην εφαρμογή κάποιων θεωριών εκμάθησης της γλώσσας ως μητρικής, δεύτερης ή ξένης. Έχει άλλο σημείο εκκίνησης, το οποίο αφορά το γραμματισμό των πολιτών μιας κοινωνίας στους οποίους απευθύνεται η γλωσσική εκπαίδευση στο σχολείο. Με δεδομένες λοιπόν τις εκάστοτε ανάγκες γραμματισμού επιλέγονται οι κοινωνικές, γλωσσικές και παιδαγωγικές θεωρίες, καθώς και τα μοντέλα ανάλυσης της γλώσσας που εξυπηρετούν τους γλωσσο-εκπαιδευτικούς στόχους. Στο πλαίσιο αυτό, η Christie συζητά τη θεώρηση της γλώσσας ως κοινωνικής σημείωσης και αναφέρεται σε κοινωνικές θεωρίες που συνεισφέρουν στον θεμελιώδη ρόλο της γλώσσας σε όλους τους τομείς της μάθησης.

Η Christie, η οποία έχει συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη του χώρου της εκπαιδευτικής γλωσσολογίας στην Αυστραλία και έχει συνεργαστεί με εκπαιδευτικούς σε ερευνητικά προγράμματα που είχαν ως αποτέλεσμα εναλλακτικούς τρόπους γλωσσικής αγωγής στη σχολική εκπαίδευση, ακολουθεί την παράδοση της συστημικής γλωσσολογίας που δημιούργησε ο Μ.Α.Κ. Halliday, η θεωρία του οποίου υπογραμμίζει την «άρρηκτη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα, τη νόηση και την κοινωνική πράξη» (Κονδύλη 1999, 156).

Στο άρθρο που θα διαβάσουμε στην πρώτη ενότητα του Γλωσσικού Υπολογιστή, με τίτλο «Η γλώσσα και η αναμόρφωση της ανθρώπινης εμπειρίας», ο Halliday υποστηρίζει ότι τα νοήματα διαμορφώνονται με τη γλώσσα, ή μάλλον με τη «λεξικογραμματική» της γλώσσας μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η μετατροπή της ανθρώπινης εμπειρίας σε νόημα. Ως σημειωτικό φαινόμενο, η γλώσσα που μαθαίνουμε, η οποία συνδέεται άμεσα με τις λειτουργίες της και συντάσσεται με τους πολιτισμικούς θεσμούς τους οποίους αναπαράγει ή διαφοροποιεί, συντελεί στο να οργανωθεί ο κόσμος γύρω μας με συγκεκριμένους τρόπους, να κατηγοριοποιηθεί η φυσική και κοινωνική πραγματικότητα, να αποκτήσουν κάποιες ιδιότητες τα έμψυχα όντα, τα αντικείμενα και οι αφηρημένες έννοιες.

Η οπτική αυτή μάς διευκολύνει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο χρόνος, για παράδειγμα, απεικονίζεται στην ελληνική και σε άλλες δυτικές γλώσσες σαν υλικό αγαθό, το οποίο κανείς μπορεί να κερδίσει ή να χάσει, να κρατήσει ή να ξοδέψει, όπως το χρήμα. Στο χρήμα όμως, με τον τρόπο που μιλάμε γι’ αυτό, προσδίδονται κάποιες ανθρώπινες ιδιότητες (πβ. Μαρμαρίδου 1999), οι οποίες δεν προσδίδονται στο χρόνο. Ο χρόνος τρέχει, αλλά δεν ανεβαίνει ούτε κατεβαίνει σαν τη δραχμή ή το μάρκο. Το φράγκο μπορεί να χάσει έδαφος ή να παραμείνει ισχυρό ενώ ο χρόνος όχι. Από την άλλη μεριά ο άνθρωπος, σύμφωνα με την ελληνική και με αρκετές άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, μπορεί να είναι ισχυρός ή ανίσχυρος, δυνατός ή αδύναμος, αλλά ένας σεισμός, ο οποίος μπορεί να είναι ισχυρός ή δυνατός δεν μπορεί να είναι ανίσχυρος ή αδύναμος. Με βάση την ελληνική γλώσσα, η ψυχή κατασκευάζεται ως υλική ουσία που έχει, λ.χ. κατοικία (το σώμα), που φθείρεται ή πονάει Πονάει η ψυχή μου να τον βλέπω σ’ αυτή τη κατάσταση, λέμε στα ελληνικά αλλά όχι στην αγγλική γλώσσα, σύμφωνα με την οποία η ψυχή έχει άυλη υπόσταση.

Στο πλαίσιο της έρευνας για το πώς δομεί την πραγματικότητα η γλώσσα η οποία αναπτύσσεται παράλληλα με τον πολιτισμό, θα μπορούσε κανείς να αναφέρει άπειρα παραδείγματα για το πώς η κάθε γλώσσα αναπαριστά τον κόσμο, τις ανθρώπινες σχέσεις, την παρέμβαση του ατόμου στο φυσικό του περιβάλλον. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, αυτό που μας ενδιαφέρει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι η γλώσσα δεν αποτελεί μονάχα ένα φορέα της φυσικής, ιστορικής και κοινωνικής μας εμπειρίας αλλά ταυτόχρονα ένα μέσο για τη διαμόρφωσή της και (όπως θα δούμε αργότερα στο άρθρο του Ηalliday) για την αναμόρφωσή της. Άλλωστε, όλοι μας ήδη ξέρουμε πως οι εμπειρίες μας δεν διαμορφώνονται μόνο βάσει των όσων βλέπουμε αλλά και των όσων ακούμε κατά τη διάρκεια ενός συμβάντος ή γύρω απ’ αυτό. Για παράδειγμα, όταν δούμε κάποιον να κτυπά, η εμπειρία μας σε σχέση με το συμβάν θα διαμορφωθεί σύμφωνα μ’ αυτά που θα δούμε, αλλά και σύμφωνα μ’ αυτά που θ’ ακούσουμε τον παθόντα ή την παθούσα να λέει. Μάλιστα, την εμπειρία μας αυτή θα την ανασκευάσουμε με το λόγο και αυτά που θα πούμε θα είναι σε άμεση συνάρτηση με τη γλωσσική απεικόνιση του πόνου από τον παθόντα ή την παθούσα.

Η γλωσσική αναπαράσταση ενός συμβάντος μπορεί, όπως όλοι καλά γνωρίζουμε, να κατασκευάσει συγκεκριμένη πραγματικότητα η οποία, με διαφορετική εκφορά λόγου, θα κατασκευαζόταν αλλιώτικα. Αυτό συμβαίνει συνεχώς γύρω μας, σε γραπτά και προφορικά κείμενα στις εφημερίδες, στην τηλεόραση, στα σχολικά βιβλία. Λέγοντας «διαφορετική εκφορά λόγου» δεν εννοώ μόνο το τι θα πει κανείς αλλά το πώς θα το πεί. Όπως άλλωστε υποστηρίζει αλλού ο Halliday (1992), «different ways of saying are different ways of meaning», με το οποίο εννοεί ότι διαφορετικές λεξικογραμματικές επιλογές για την παρουσίαση ενός γεγονότος συνεπάγονται διαφορετικές κοινωνικές έννοιες. Αυτό γίνεται εμφανές στους εξής δύο τίτλους ειδήσεων:

  1. Τραυματίστηκαν 7 αλλοδαποί. Συλλαμβάνεται νεαρός φύλακας της ΕΡΤ, ο οποίος φέρεται να λέει «Το έκανα για το καλό της πατρίδας μου».
  2. Συνελήφθη νεαρός φύλακας της ΕΡΤ για τη δολοφονική ενέργεια εναντίον 7 αλλοδαπών και δηλώνει ότι ενήργησε «για το καλό της πατρίδας».

Ανάλυση των δύο αυτών τίτλων —όχι βεβαίως με τη μέθοδο της τυπικής περιγραφής των προτάσεων των δύο κειμένων— αλλά μέσω μιας συστημικής- λειτουργικής προσέγγισης, θα μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε ότι η επιλογή διαφορετικών λεξικογραμματικών στοιχείων στα δύο κείμενα κατασκευάζει μια διαφορετική πραγματικότητα ως προς την αιτιότητα του
δράστη.

Η προσέγγιση και η αντίληψη της γλώσσας ως κοινωνικής σημείωσης και μάλιστα ως κοινωνικής πράξης στηρίζει θεωρητικά την κριτική ανάλυση λόγου, στόχος της οποίας είναι να αποκαλύπτονται οι έννοιες όπως αυτές δομούνται στο λόγο, η υλική εκφορά του οποίου είναι η γλώσσα σε μορφή κειμένου. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο των προσπαθειών για την ανάπτυξη της κριτικής γλωσσικής επίγνωσης των μαθητών/τριών και για την ανάπτυξη κριτικού γραμματισμού. Παράλληλα έχει αποτελέσει τη βάση για εναλλακτικούς τρόπους γλωσσικής αγωγής στο σχολείο. Το είδος της γραμματικής ανάλυσης που προτείνει η σχολή σκέψης που συνδέουμε με το έργο του Halliday στοχεύει στην κοινωνική ενδυνάμωση των πολιτών, στόχος ο οποίος είναι από τα sine qua non της σχολικής γλωσσικής εκπαίδευσης. Το ρόλο της λειτουργικής γραμματικής ελπίζουμε ότι θα μας τον αναλύσει ο ίδιος ο Halliday σε ειδικό άρθρο του στο δεύτερο τεύχος του Γλωσσικού Υπολογιστή.

Επειδή όμως τη γλώσσα στο σχολείο δεν τη μαθαίνουμε ούτε τη χρησιμοποιούμε μόνο στο μάθημα της γλώσσας —πράγμα που συμβαίνει με τα εργαλεία άλλων γνωστικών αντικειμένων, όπως είναι το μικροσκόπιο στο μάθημα της βιολογίας ή οι νότες στο μάθημα της μουσικής— δεν θεωρούμε τη γλωσσική αγωγή ως μεμονωμένο γνωστικό αντικείμενο. Τη θεωρούμε ως βασική επιδίωξη της σχολικής εκπαίδευσης μέσω όλων των μαθημάτων του προγράμματος σπουδών, αφού η γλώσσα αποτελεί το σημαντικότερο μέσο για να αποκτήσουν οι μαθητές/τριες νέες γνώσεις, να συνδέσουν τις νέες αυτές γνώσεις με παλαιότερες και να «εκθέσουν» τα όσα γνωρίζουν στην τάξη.

Θεωρώντας λοιπόν πως η γλώσσα, ως μέσο και ταυτόχρονα ως φορέας γνώσεων και εμπειριών των μαθητών/τριών, είναι στο επίκεντρο κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας, ο Γλωσσικός Υπολογιστής φιλοδοξεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον όχι μόνο των φιλολόγων αλλά και των εκπαιδευτικών άλλων γνωστικών αντικειμένων. Ακόμη και σε μαθήματα όπως είναι η φυσική και τα μαθηματικά δεν αρκεί να μπορούν οι μαθητές/τριες να λύσουν ένα πρόβλημα ή να εκτελέσουν σωστά ένα πείραμα. Πέρα από το ότι για να λύσουν το πρόβλημα και να εκτελέσουν σωστά το πείραμα πρέπει να κατανοήσουν τη μεταδιδόμενη γνώση, πρέπει επίσης να μπορούν να εξηγήσουν τις γλωσσικές τους επιλογές και τις επικοινωνιακές τους πράξεις. Όταν οι μαθητές/τριες αδυνατούν να κατανοήσουν ή να παραγάγουν τον κατάλληλο για την περίσταση λόγο αποτυγχάνουν ή έχουν χαμηλή επίδοση στο μάθημα. Η χαμηλή επίδοση ενός παιδιού στη φυσική, για παράδειγμα, είναι συχνά αποτέλεσμα του ότι δεν έχει μάθει τη «γλώσσα» της φυσικής και δεν έχει αναπτύξει τις ικανότητες που απαιτούνται για την κατανόηση και παραγωγή κειμενικών πρακτικών συγκεκριμένου τύπου λόγου. Αυτός είναι ο λόγος που από το δεύτερο τεύχος του ο Γλωσσικός Υπολογιστής θα ασχοληθεί με τη γλωσσική εκπαιδευτική προσέγγιση που αφορμάται από τη θεωρία των κειμενικών ειδών.

Θεωρώντας μάλιστα ότι η γλωσσική αγωγή διατρέχει το σύνολο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και αφορά το σύνολο του σχολικού προγράμματος, το περιοδικό μας θα στρέψει την προσοχή στις παιδαγωγικές πρακτικές γλωσσικής εκπαίδευσης στα διάφορα μαθήματα του σχολικού προγράμματος. Στον δεύτερο τόμο θα επιδιώξουμε επίσης να παρουσιάσουμε για το κοινό του Γλωσσικού Υπολογιστή τη λογική του κινήματος της γλωσσικής εκπαίδευσης στο σύνολο του σχολικού προγράμματος σπουδών, γνωστού ως «language across the curriculum movement». Σκοπεύουμε επίσης να παρουσιάσουμε και άλλες νέες τάσεις γλωσσικής αγωγής προκειμένου να βοηθήσουμε να ξεκινήσει ένας επιστημονικά τεκμηριωμένος διάλογος για το γραμματισμό των πολιτών της αυριανής μας κοινωνίας.

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας