Άρθρα
 

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ

της Eιρήνης Φιλιππάκη-Warburton


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο τίτλος του άρθρου αυτού είναι εσκεμμένα γενικός γιατί σκοπός μου είναι να συμπεριλάβω μέσα σε αυτό το κείμενο δυο επιμέρους ερωτήματα, ένα πιο συγκεκριμένο και ένα πιο γενικό. Το πιο συγκεκριμένο ερώτημα και αυτό που έρχεται αμέσως στο μυαλό μας όταν μιλούμε για γραμματική αφορά τη συνεισφορά της ως προς την εκμάθηση μιας γλώσσας. Δηλαδή, όταν διδασκόμαστε τη γραμματική μιας γλώσσας, μαθαίνουμε τη γλώσσα αυτή καλύτερα, γρηγορότερα και πιο αποτελεσματικά; Ενα δεύτερο και πιο γενικό ερώτημα αφορά το αν και κατά πόσο έχει η γραμματική κάποια θέση μέσα στην παιδεία γενικότερα, αν δηλαδή μπορεί να συμβάλει στη διανοητική ανάπτυξη και καλλιέργεια των μαθητών. Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται συχνά σε συζητήσεις που αφορούν τη γραμματική επειδή η γενική αντίληψη είναι ότι η γραμματική, αν χρειάζεται καθόλου, χρειάζεται για να βοηθήσει το/τη μαθητή/-τριανα χρησιμοποιεί τη γλώσσα πιο σωστά, χωρίς γραμματικά λάθη. Αν δεν έχει τέτοια πρακτική ωφέλεια τότε δεν έχει θέση μέσα στην τάξη.

Επειδή στο άρθρο αυτό μας απασχολεί αποκλειστικά η διδασκαλία της πρώτης, της μητρικής και όχι της δεύτερης ή της ξένης γλώσσας, θα αρχίσω από το πρώτο ερώτημα που αφορά το αν είναι δυνατόν μέσα από τη διδασκαλία της γραμματικής να επιτύχουμε την ορθότερη χρήση της από άποψη μορφολογίας και σύνταξης. Για να μπορέσουμε όμως να αξιολογήσουμε τη συμβολή της γνώσης της γραμματικής στη γνώση της γλώσσας οφείλουμε πρώτα να καθορίσουμε τι εννοούμε με τους όρους ‘γραμματική’ και ‘γνώση της γλώσσας’. Εμάς εδώ μας ενδιαφέρει η γνώση της γραμματικής, ανεξάρτητα από το πώς αποκτήθηκε (π.χ. με διδασκαλία κανόνων, με επαγωγικές μεθόδους, με οργανωμένη αυτοεκπαίδευση, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά και συμβατικά μέσα όπως οι παιδαγωγικές γραμματικές, γραμματικές αναφοράς, κτλ).

Ο τίτλος του άρθρου αυτού είναι εσκεμμένα γενικός γιατί σκοπός μου είναι να συμπεριλάβω μέσα σε αυτό το κείμενο δυο επιμέρους ερωτήματα, ένα πιο συγκεκριμένο και ένα πιο γενικό. Το πιο συγκεκριμένο ερώτημα και αυτό που έρχεται αμέσως στο μυαλό μας όταν μιλούμε για γραμματική αφορά τη συνεισφορά της ως προς την εκμάθηση μιας γλώσσας. Δηλαδή, όταν διδασκόμαστε τη γραμματική μιας γλώσσας, μαθαίνουμε τη γλώσσα αυτή καλύτερα, γρηγορότερα και πιο αποτελεσματικά; Ενα δεύτερο και πιο γενικό ερώτημα αφορά το αν και κατά πόσο έχει η γραμματική κάποια θέση μέσα στην παιδεία γενικότερα, αν δηλαδή μπορεί να συμβάλει στη διανοητική ανάπτυξη και καλλιέργεια των μαθητών. Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται συχνά σε συζητήσεις που αφορούν τη γραμματική επειδή η γενική αντίληψη είναι ότι η γραμματική, αν χρειάζεται καθόλου, χρειάζεται για να βοηθήσει το/τη μαθητή/-τριανα χρησιμοποιεί τη γλώσσα πιο σωστά, χωρίς γραμματικά λάθη. Αν δεν έχει τέτοια πρακτική ωφέλεια τότε δεν έχει θέση μέσα στην τάξη.

Επειδή στο άρθρο αυτό μας απασχολεί αποκλειστικά η διδασκαλία της πρώτης, της μητρικής και όχι της δεύτερης ή της ξένης γλώσσας, θα αρχίσω από το πρώτο ερώτημα που αφορά το αν είναι δυνατόν μέσα από τη διδασκαλία της γραμματικής να επιτύχουμε την ορθότερη χρήση της από άποψη μορφολογίας και σύνταξης. Για να μπορέσουμε όμως να αξιολογήσουμε τη συμβολή της γνώσης της γραμματικής στη γνώση της γλώσσας οφείλουμε πρώτα να καθορίσουμε τι εννοούμε με τους όρους ‘γραμματική’ και ‘γνώση της γλώσσας’. Εμάς εδώ μας ενδιαφέρει η γνώση της γραμματικής, ανεξάρτητα από το πώς αποκτήθηκε (π.χ. με διδασκαλία κανόνων, με επαγωγικές μεθόδους, με οργανωμένη αυτοεκπαίδευση, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά και συμβατικά μέσα όπως οι παιδαγωγικές γραμματικές, γραμματικές αναφοράς, κτλ).

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας