Άρθρα Γραμματική και σχολική παιδεία

Σ ε λ ί δ α  4 / 6
.

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/-ΤΡΙΩΝ

Η συνειδητή εξέταση της γλώσσας που οδήγησε στην αναγνώριση των γραμματικών κατηγοριών, ρήμα, όνομα κλπ. έγινε από έλληνες φιλοσόφους. Ο Αριστοτέλης ενδιαφερόταν να ερμηνεύσει τις ιδιότητες της ανθρώπινης σκέψης και ο Πλάτωνας ήθελε να εξηγήσει τη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και τη γνώση. Και οι δυο πίστευαν ότι η γλώσσα ως όργανο της σκέψης και ως κλειδί και παρακαταθήκη της γνώσης θα μας αποκαλύψει τις ιδιότητες του ανθρώπινου νου. Πολλοί φιλόσοφοι από τότε εξέφρασαν παρόμοιες ιδέες όπως ο Καρτέσιος, ο Χούμπολτ και πάρα πολλοί άλλοι. Πιο πρόσφατα ο μεγάλος θεωρητικός της γλωσσολογίας Chomsky (βλ. π.χ. Chomsky 1988) μας λέει ότι η γλώσσα ήταν και θα εξακολουθεί να είναι ένα πολύ σημαντικο στοιχείο στη μελέτη της ανθρώπινης φύσης εξαιτίας του ότι αποτελεί μια μοναδικά ανθρώπινη ικανότητα, είναι μέρος της βιολογικής μας κληρονομιάς, όργανο της σκέψης και μέσο κοινωνικής έκφρασης. Τις σημαντικές αυτές ανθρώπινες ιδιότητες και ικανότητες μπορούμε να τις μελετήσουμε μέσα από τη γλώσσα επειδή η γλώσσα προσφέρεται ως αντικείμενο μελέτης ενώ η σκέψη δεν μπορεί να μελετηθεί ανεξάρτητα από τη γλώσσα. Τα ερωτήματα που οφείλουμε να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε μέσα από τη μελέτη της γλώσσας και των οποίων η απάντηση θα μας οδηγήσει σε μια βαθύτερη γνώση της ανθρώπινης φύσης συνοψίζονται από τον Chomsky (1988, 3) ως εξής (η απόδοση στα ελληνικά είναι της συγγραφέως):

1)    Ποιο είναι το σύστημα της γνώσης της γλώσσας;

2)    Πώς αναπτύσεται το σύστημα αυτό (πώς κατακτάται η γνώση της γλώσσας); Το ερώτημα αυτό είναι σχετικό με εκείνο που θέτει ο Πλάτων (και αργότερα πάλι ο Russel) για το πώς αποκτούμε τη γνώση των πραγμάτων.

3)    Πώς μεταφέρεται η γνώση αυτή στη χρήση της γλώσσας (προφορικό και γραπτό λόγο);

4)    Ποιοι είναι οι φυσιολογικοί μηχανισμοί πού αποτελούν τη βάση της γλωσσικής γνώσης και της χρήσης της γνώσης αυτής;

Για να προσεγγίσουμε το πρώτο και βασικό ερώτημα, που πάνω του στηρίζονται όλα τα άλλα, πρέπει να εξακριβώσουμε ποια είναι τα στοιχεία της γλωσσικής γνώσης και ποιες ειναι οι δομικές τους σχέσεις. Πρέπει δηλαδή να ανακαλύψουμε τις γραμματικές κατηγορίες και τους κανόνες που εφαρμόζονται στους συνδυασμούς τους. Να σημειώσουμε ακόμη ότι οι γραμματικές κατηγορίες που προτάθηκαν πρώτα από τον Αριστοτέλη και μετά από τους Αλεξανδρινούς δεν θεωρούνται πια κατασκευάσματα των γλωσσολόγων αφού έχει αποδειχθεί ότι οι κατηγορίες αυτές έχουν μια αντικειμενική βιολογική πραγματικότητα. Μελέτες σε αφασικούς απέδειξαν ότι υπάρχει συγκεκριμένο κέντρο του εγκεφάλου στο οποίο εντοπίζονται τα ουσιαστικά διαφορετικό από το κέντρο όπου εντοπίζονται τα ρήματα και αυτό πάλι διαφορετικό από εκείνο που κατευθύνει τους συντακτικούς κανόνες κλπ. Οι μελέτες αυτές αποδεικνύουν τη βιολογική υπόσταση των στοιχείων της γραμματικής με τη στενή έννοια του όρου. (Βλ. τις εργασίες στον τόμο Miller (1973) ιδιαίτερα το άρθρο του Norman Geschwind ‘The brain and language’)

Το θέμα της βιολογικής, ψυχολογικής και φιλοσοφικής σημασίας της γραμματικής είναι πολύ σημαντικό και δεν εξαντλείται με τις λίγες παρατηρήσεις εδώ. Ο χώρος όμως δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε περισσότερο. Ωστόσο πρέπει να τονίσουμε ότι αν η γλώσσα έχει απασχολήσει τόσο σοβαρά τους μεγαλύτερους φιλοσόφους από τη αρχαιότητα ως σήμερα και αν σήμερα η μελέτη της έχει επεκταθεί και σε κορυφαίους ανθρωπολόγους και βιολόγους (Pinker 1994, Calvin & Bikerton 2000 κ.ά.) αυτό δείχνει ότι αποτελεί ένα αντικείμενο εξίσου –αν όχι περισσότερο– άξιο μελέτης, όσο η βιολογία, η φυσική, η γεωμετρία, κλπ. Αν, δηλαδή, πιστεύουμε ότι το παιδί ωφελείται από τα μαθήματα της φυσικής και της βιολογίας με όλη τη σύνθετη μεταγλώσσα που προυποθέτουν οι κλάδοι αυτοί, θα ήταν τουλάχιστον περίεργο να θεωρούμε ότι η διδασκαλία της δομής και λειτουργίας της γλώσσας του είναι περιττή ή, κατά την άποψη κάποιων, και επιζήμια.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι εκτός από τη βιολογική, ψυχολογική και φιλοσοφική της πλευρά η κάθε συγκεκριμένη γλώσσα έχει και τις δικές της ιδιαιτερότητες που αντανακλούν κοινωνικές, πολιτιστικές και ιστορικές διαστάσεις. Λεπτομέρεις του λεξιλογίου αλλά και της γραμματικής της μας δείχνουν πώς ταξινομεί τον κόσμο. Π.χ. οι Εσκιμώοι έχουν περισσότερες από 10 λέξεις για το χιόνι και οι Κινέζοι για το ρύζι, η ελληνική έχει τη λέξη φιλότιμο που λείπει από άλλες γλώσσες κτλ. Διάφορες γλώσσες χρησιμοποιούν επιθήματα που διαφοροποιούν τα ονόματα ανάλογα με το γένος, αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο, άλλες ανάλογα με το σχήμα, άλλες ανάλογα με τη χρήση κτλ. Οι Γιαπωνέζοι και άλλοι λαοί προσθέτουν στην πρότασή τους κάποιο χαρακτηριστικό μόρφημα που αποδίδει την θέση του ομιλητή στην κοινωνική ιεραρχία σε σχέση με τον συνομιλητή του. Τα γλωσσικά μέσα που χρησιμοποιούν οι Έλληνες για να εκφράσουν ευγένεια στους συνομιλητές/-τριές τους είναι διαφορετικά από εκείνα που χρησιμοποιούν οι Άγγλοι ή οι Γιαπωνέζοι και οι γλωσσικές αυτές διαφορές αποκαλύπτουν κοινωνικές διαφορές και διαφορετικές αντιλήψεις για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους (Sifianou 1992). Μπορούμε να προσθέσουμε ότι η πλούσια πολυτυπία της ελληνικής μας αποκαλύπτει τις ιστορικές της πηγές κ.ο.κ. Ύστερα από όλα αυτά που αναφέρθηκαν στις τελευταίες παραγράφους μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η μελέτη της γλώσσας πέρα από τα πρακτικά οφέλη που παρέχει αποτελεί και μια πολύτιμη πηγή γνώσεων και σοφίας.

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας