ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ (ΠΑΛΑΙΩΝ) ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΜΑΘΗΣΗ Αυτό που αποκαλούμε γραμματική, και το οποίο επί δύο τουλάχιστον χιλιετίες αποτελεί τη μία από τις δυο πιο επεξεργασμένες μορφές της γλωσσολογικής γνώσης μας στη Δύση, συνίσταται στην κατάτμηση του γλωσσικού συνεχούς, στην αναγνώριση δηλαδή μονάδων και την προβολή τους σε μία παραδειγματική, «κάθετη» διάσταση, που σπάει τη γραμμικότητα του συνεχούς λόγου. Βέβαια, κάθε κατάτμηση δεν είναι εξ ορισμού γραμματική. Για να είναι, πρέπει να συνδυαστεί με τη μορφολογία. Όχι τυχαία, οι αυτόχθονες παραδόσεις γραμματικής ανάλυσης, όπως η ελληνο-λατινική ή η αραβική, προέκυψαν από γλώσσες που διαθέτουν κλίση. Αυτό που ενδεχομένως είναι λιγότερο προφανές είναι ότι καμία από τις γνωστές αυτόχθονες γλωσσολογικές παραδόσεις δεν γεννήθηκε στη βάση του γλωσσικού ελέγχου, της γλωσσικής εκμάθησης [maitrise des langues]. H εκμάθηση των ξένων γλωσσών, που δημιουργούσε η ανάγκη επικοινωνίας για εμπορικές και πολιτικές ανταλλαγές, επιτυγχανόταν χάρη στην εμβάπτιση. Ποια ανάγκη λοιπόν γέννησε τις γραμματικές; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να μας βοηθήσουν να ανιχνεύσουμε ορισμένα από τα παλαιότερα δείγματα γραμματικής γνώσης που διαθέτουμε, όπως οι δίγλωσσες σουμερο-ακαδικές επιγραφές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, και στις οποίες συστηματικά και ανεξαρτήτως συμφραζομένων παρατίθενται ρηματικά παραδείγματα, του ακόλουθου τύπου (Auroux 1994, 56): gen-na : alik ‘πήγαινε!’ i-du : illak ‘πηγαίνει’ ga-gen : lullik ‘θα πάω’ i-du-un : allak ‘πηγαίνω’ he-du : lillik ‘να πάει’ i-du-un : Tallak ‘πηγαίνει’ Το δίγλωσσο περιβάλλον γέννησης αυτής της γραμματικής γνώσης στην πραγματικότητα δεν ευθύνεται για τη γέννησή της: αυτό που μοιάζει να έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός ότι την εποχή που εμφανίστηκαν αυτά τα κλιτικά παραδείγματα, η σουμεριακή ήταν πρακτικά μια «νεκρή» γλώσσα, δηλαδή μια γλώσσα που δεν ομιλείτο και δεν ήταν πλέον κατανοητή. Η Τέχνη Γραμματική του Διονυσίου του Θρακός επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι η γραμματική ανάλυση δεν προήλθε από την ανάγκη να μάθει κανείς να μιλά οποιαδήποτε γλώσσα, αλλά από την ανάγκη να κατανοήσει κείμενα που είχαν συνταχθεί σε μια γλώσσα «νεκρή». Το ολιγοσέλιδο αυτό κείμενο απέχει πολύ από το να είναι ένα εγχειρίδιο στο οποίο θα μπορούσε να ανατρέξει ένας ξένος για να μάθει τα ελληνικά. Για παράδειγμα, ενώ μαθαίνει ότι τα ονόματα έχουν πέντε κλίσεις και τρεις αριθμούς, δεν έχει τις στοιχειώδεις και απαραίτητες πληροφορίες για το πώς σχηματίζεται η αιτ. πληθ. της λέξης άνθρωπος ή για το ποιες είναι οι συνθήκες χρήσης των πτώσεων των ονομάτων και των εγκλίσεων των ρημάτων1. Ο στόχος του γραμματικού είναι περισσότερο να θέσει στη διάθεση των αναγνωστών/-τριών που γνωρίζουν ελληνικά την απαραίτητη ορολογία για τη γραμματική περιγραφή των λέξεων ενός κειμένου. Ο ίδιος ο Διονύσιος ορίζει τη γραμματική ως «[Γραμματική εστιν] εμπειρία των παρά ποιηταίς τε και συγγραφεύσιν ως επί το πολύ λεγομένων». Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Lallot, η Τέχνη γραμματική εμφανίζεται ως η τέχνη του αναγιγνώσκειν και η τέχνη του ομιλείν για τη γραπτή λέξη (1989:18), με τρόπο, μάλιστα, όχι απόλυτα επαρκή. Βρισκόμαστε και πάλι σε ένα πλαίσιο εξάρτησης από το γραπτό κείμενο. Ότι μια γραμματική μπορεί να έχει ως στόχο την εκμάθηση ξένων «ζωντανών»/ομιλούμενων γλωσσών εμφανίζεται ως απόρροια ενός σύνθετου μακρο-φαινομένου που έλαβε χώρα στην Ευρώπη, αλλά στη συνέχεια και στις χώρες του Νέου κόσμου, στη διάρκεια της Αναγέννησης. Πρόκειται για τη συστηματική γραμματικοποίηση [grammatisation] των καθομιλούμενων γλωσσών, τον εξοπλισμό τους δηλαδή με γραμματικές περιγραφές, με βάση μια πρακτική κατεύθυνση που είχε διαμορφωθεί σιγά σιγά ξεκινώντας από τις Τέχνες/Artes της ελληνολατινικής παράδοσης. Οι ομιλητές/-τριες των καθομιλούμενων ευρωπαϊκών γλωσσών είχαν ασφαλώς μια γνώση επι-γλωσσική, δεν ήταν σαν ξένοι απέναντι στη γλώσσα τους· το πρόβλημά τους ήταν να μετατρέψουν τη γνώση αυτή σε μετα-γλωσσική, να καταστήσουν, με άλλα λόγια, τη γλώσσα τους αντικείμενο μελέτης. Η γραμματικοποίηση των εξω-ευρωπαϊκών γλωσσών εμπεριέχει ωστόσο αρκετά διαφορετικές διεργασίες: στην περίπτωση αυτή η επιγλωσσική γνώση απουσιάζει, οπότε έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρξουν τεχνικές παρατήρησης, με τη βοήθεια συστήματος μεταφραστών. Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η γραμματική δεν θα είχε μπορέσει να καταστεί μια γενική τεχνική μάθησης, εφαρμόσιμη σε όλες τις γλώσσες, της μητρικής συμπεριλαμβανομένης, εάν πρώτα δεν είχε χρησιμοποιηθεί μαζικά για σκοπούς παιδαγωγικούς η γραμματική μιας γλώσσας που είχε ήδη γραμματικοποιηθεί, της λατινικής2. Πρακτική και θεωρητική γραμματική – Ρύθμιση και περιγραφήΣυγκρινόμενη η γραμματική με τη φιλοσοφία, φαίνεται α-θεωρητική. Στον ορισμό του Διονυσίου του Θρακός εμφανίζεται η έκφραση εμπειρία (με τη σημασία της «εμπειρικής γνώσης»), έκφραση που ο Πλάτων αντιπαραθέτει στην τέχνη, η οποία υποδηλώνει την ορθολογική τέχνη (l’art rationnel). Ωστόσο είναι σίγουρο ότι το έργο του Απολλώνιου του Δύσκολου για τα ελληνικά ή του Βάρρωνα και του Πρισκιανού για τα λατινικά δεν είναι εμπειρικές συνταγές χωρίς ορθό λόγο. Πρόκειται αντίθετα για θεωρητικά έργα πάρα πολύ αφηρημένα που δεν μπορούσαν επ’ ουδενί να βοηθήσουν τη στοιχειώδη εκμάθηση. Από το σημείο αυτό φαίνεται λοιπόν να δημιουργείται ένα σχίσμα ανάμεσα στην πρακτική προσέγγιση (την παιδαγωγική) και τη θεωρητική προσέγγιση των γλωσσών, η οποία αποκαλείται θεωρησιακή γραμματική [speculative] στο Μεσαίωνα και γενική γραμματική στην Αναγέννηση. Ο χώρος αυτός θα προσπαθήσει στη συνέχεια να προσδιοριστεί μέσα από μια σχέση οριοθέτησης και αντίθεσης σε σχέση με τη λογική και τη φιλοσοφία (βλ. ενδεικτικά Robins 1989, Κεφ. 4: 95-130). Μια άλλη πτυχή του φαινομένου που εξετάζουμε σχετίζεται με την ύπαρξη, από πολύ νωρίς, ενός δεύτερου σχίσματος ανάμεσα σε μία πιο περιγραφική και μία πιο ρυθμιστική παράδοση στο χώρο της γραμματικής τέχνης. Ήδη την εποχή των Αλεξανδρινών γραμματικών, φαίνεται ότι η γραμματική ύλη κατανέμετο ανάμεσα σε δύο τύπους εγχειριδίων. Δίπλα στην Τέχνη γραμματική, περιγραφικό κατά βάση εγχειρίδιο, υπήρχε και ένα εγχειρίδιο πιο ρυθμιστικό, η Τέχνη περί ελληνισμού, η οποία αφορούσε την «καλή» χρήση των ελληνικών, με αναφορά σε διάφορα κριτήρια (κυρίως την αναλογία, αλλά και τη χρήση, την ετυμολογία, την παράδοση κ.ά.), «παραβιάσεις» (βαρβαρισμούς, σολοικισμούς) και κλιτικά παραδείγματα [τους «κανόνες»] (Lallot 1989:29). Η παράδοση αυτή θα συνεχιστεί επί μακρόν. Διαφορετικό εν μέρει περιεχόμενο αποκτά η έννοια της ρύθμισης προκειμένου για τη γραμματική των καθομιλούμενων γλωσσών. Οι πρώτοι γραμματικοί της Αναγέννησης επέμειναν στην έννοια του κανόνα, θεωρώντας ότι η κανονικότητα δεν ήταν δεδομένη, αλλά ότι όφειλαν να την επιβάλλουν στη γλώσσα. Θα ήταν ωστόσο άδικο να κατηγορήσουμε τους γραμματικούς ότι δεν αναγνωρίζουν καθαρά ότι αυτό που περιγράφει μια γραμματική είναι οι εγγενείς κανονικότητες της πραγματικότητας των γλωσσικών ανταλλαγών και ότι καμία ανταλλαγή δεν στερείται κανονικότητας. Εκτός από το γεγονός ότι ο εντοπισμός κανονικοτήτων είναι μια εξαιρετικά σύνθετη διανοητική εργασία, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι γραμματικοί της εποχής δουλεύουν σε πεδία προφορικότητας και ότι αυτό που καταρχάς συναντούν είναι η γλωσσική ποικιλωνυμία. Όπως υπογραμμίζει και ο Auroux (1994), η ιδέα ότι οι ομιλούμενες γλώσσες δεν έχουν κανόνες δεν ανταποκρίνεται μόνο στο γεγονός ότι οι γλώσσες αυτές δεν έχουν γνωστούς κανόνες, αλλά και στο γεγονός ότι οι γλώσσες, έτσι όπως ομιλούνται πριν από τη γραμματικοποίηση, παρουσιάζουν μικρότερο βαθμό ομοιογένειας. Απέναντι στη σταθερότητα της (λογοτεχνικής) ελληνικής και λατινικής, οι καθομιλούμενες παρουσιάζουν μια διαφορικότητα, που τις βάζει σε υποδεέστερη θέση. Αυτή την ποικιλία θα έρθει να περιορίσει η γραμματικοποίηση, μέσα από μια συζήτηση για το τι είναι «ενδεδειγμένη χρήση», διαδικασία που αποτυπώνεται στη σειρά γραμματικών εγχειριδίων που συντάσσονται για τις ευρωπαϊκές γλώσσες μεταξύ 16ου και 18ου αιώνα (ό.π. Παράρτημα ΙΙ: 183-189), όπου περιορίζεται δραστικά, ή και εξαφανίζεται, η πολυτυπία. Σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη γλωσσολογία, θα συγκροτηθεί ως επιστήμη μέσα από τη συστηματική της αντιπαράθεση με κάθε τύπου κανονιστική δραστηριότητα –ο Martinet επιγράφει, χαρακτηριστικά, το πρώτο κεφάλαιο του έργου του Στοιχεία γενικής γλωσσολογίας «Η γλωσσολογία δεν είναι κανονιστική επιστήμη». Ως αντικείμενό της θέτει τη μελέτη αυτού που είναι τρέχον, της συνήθειας, αυτού που υπάρχει και περιγράφεται ως τέτοιο, με ιδιαίτερη έμφαση στον προφορικό λόγο, η προτεραιότητα του οποίου τίθεται πλέον ως αξίωμα. Υπό το πρίσμα αυτό, η έννοια της νόρμας δεν παραπέμπει στον κανόνα που ρυθμίζει τη γλωσσική παραγωγή, αλλά αντιστοιχεί στην παρατήρηση και την περιγραφή μιας «κανονικότητας», ενός γενικού φαινομένου. Οι γλωσσολόγοι, λοιπόν, δεν συντάσσουν ρυθμιστικές γραμματικές. Το ενδιαφέρον των γλωσσολόγων για τις ρυθμιστικές γραμματικές (στο βαθμό που υπάρχει) είναι περισσότερο κοινωνιογλωσσικής τάξης· αφορά δηλαδή όχι στα γλωσσικά φαινόμενα που αυτές καταγράφουν, αλλά στις αξίες και τις προκαταλήψεις μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σε μια δεδομένη στιγμή. Οι γλωσσολόγοι συντάσσουν περιγραφικές γραμματικές. Εάν ρυθμιστικές είναι, όπως είδαμε, οι γραμματικές που επιβάλλουν ηθικές κρίσεις, που βλέπουν δηλαδή τα γλωσσικά φαινόμενα με όρους σωστού και λάθους, με «πρέπει» και «δεν πρέπει», λέγοντας περιγραφικές εννοούμε τις γραμματικές εκείνες που δεν εκφέρουν κρίσεις σχετικά με την ορθότητα ή μη των γλωσσικών χρήσεων. Συνιστούν μια καταγραφή του πώς οι ομιλητές/-τριες χρησιμοποιούν στην πραγματικότητα τη γλώσσα, τα μοτίβα και τις δομές της· δεν ενδιαφέρονται να εκφέρουν κρίσεις για το αν ο κόσμος θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιεί τέτοιες δομές. Ας δούμε, για παράδειγμα, πώς αντιμετωπίζονται στη γλωσσολογικής έμπνευσης Γραμματική της ελληνικής γλώσσας των Holton, Mackridge & Φιλιππάκη-Warburton, οι πλεοναστικοί σχηματισμοί του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων (1998:91): «Μερικές φορές, ειδικότερα στον προφορικό λόγο οι δυο τρόποι σχηματισμού του συγκριτικού μπορούν να συνδυαστούν: πιο μικρότερος». Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται το ίδιο φαινόμενο σε ένα σαφώς κανονιστικού χαρακτήρα εγχειρίδιο όπως Τα σωστά ελληνικά του Θόδωρου Καρζή (1995:115), επιτρέπει να φανούν ευκρινέστερα τα χαρακτηριστικά της περιγραφικής προσέγγισης σε σχέση με τη ρυθμιστική. «Το μόνο σημείο που χρειάζεται μια φροντίδα στα παραθετικά είναι η αποφυγή χρησιμοποίησης του συγκριτικού βαθμού μαζί με πρόταξη του μορίου πιο («πιο αργότερα», «πιο σπουδαιότερος», «πιο χειρότερη»). Εδώ πρόκειται για σοβαρό λάθος πλεονασμού, επειδή ο συγκριτικός βαθμός εμπεριέχει από μόνος του την έννοια του πιο. Έτσι θα πούμε και θα γράψουμε: αργότερα, σπουδαιότερος, χαμηλότερη, χειρότερο ή πιο αργά, πιο σπουδαίος, πιο χαμηλή, πιο κακό». Το γεγονός ωστόσο ότι οι γλωσσολόγοι δεν εκφέρουν αξιολογικές κρίσεις σχετικά με τη γλώσσα δεν σημαίνει ότι δεν αξιολογούν καθόλου τη γλωσσική χρήση. Μπορεί μεν η περιγραφική γραμματική να μην έχει στόχο να στιγματίσει ορισμένες χρήσεις ως «λανθασμένες», ωστόσο μια περιγραφική γραμματική πρέπει να επιτρέπει να εξηγήσουμε τους περιορισμούς στη χρήση των διαφόρων τύπων. Πώς μια περιγραφική γραμματική το επιτυγχάνει αυτό; Κάνοντας δηλώσεις και αξιολογήσεις όχι σχετικά με το καλό/κακό, το σωστό/λάθος, αλλά σχετικά με την καταλληλότητα/ακαταλληλότητα3. Ο βαθμός καταλληλότητας αξιολογείται όχι βάσει αυθαίρετων δηλώσεων σχετικά με άκαμπτους γραμματικούς κανόνες, αλλά βάσει δηλώσεων σχετικά με τη γραμματική ως ένα σύνολο επιλογών για χρήση σε συγκεκριμένο συγκείμενο. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν γλωσσικοί τύποι που απαξιώνονται: απλώς καταγράφονται σε συνάρτηση με τα περιβάλλοντα εμφάνισής τους, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο παράδειγμα από τους Ηolton, Μackridge & Φιλιππάκη-Warburton (1999:84-85): «Υπάρχει ένας εναλλακτικός τύπος της γεν. ενικού: ακριβή, συνήθη. Αυτός ο τύπος, ο οποίος είναι πιο συνηθισμένος για το αρσενικό παρά για το θηλυκό ή το ουδέτερο, ανήκει βέβαια σε λιγότερο επίσημο ύφος και είναι δυνατόν να θεωρείται λανθασμένος από ορισμένους ομιλητές.» Ωστόσο η εκφορά αξιολογικών κρίσεων γύρω από ορισμένες γλωσσικές χρήσεις δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς ούτε σε αυτές τις προσεγγίσεις, παρά τον τεχνηέντα τρόπο με τον οποίο αποδίδεται σε τρίτους, π.χ. (ό.π., σ. 83 και 88 αντίστοιχα): «τα επίθετα αυτής της ομάδας [-ής, -ιά, -ί] χρησιμοποιούνται μερικές φορές ως άκλιτα, με την κατάληξη -ι για όλα τα γένη, τις πτώσεις και τους αριθμούς. Αυτή η χρήση δε γίνεται δεκτή από τους γραμματικούς» «η γεν. πληθυντικού του θηλυκού [των επιθέτων σε -ων -ουσα, -ον, πδ. επειγουσών] απαντά ορισμένες φορές με την κατάληξη του αρσενικού –όντων (θεωρείται λάθος από τους γραμματικούς)» Αλλά και σε πιο θεωρητικό επίπεδο, η προσπάθεια σαφούς διάκρισης μεταξύ περιγραφής και ρύθμισης δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί. Όχι μόνο η γλωσσική ρύθμιση (είτε γίνεται οργανωμένα είτε ανοργάνωτα) επηρεάζει τα φαινόμενα που καταγράφει ο γλωσσολόγος, αλλά και οι κανονικότητες που οι επιστήμονες καταγράφουν (είτε διαισθητικά είτε εμπειρικά) σύντομα παύουν απλώς να περιγράφουν και, μέσα από κοινωνικές διαδικασίες αξιολόγησης, επιτάσσουν. Η διαφορά μεταξύ του «είναι» και του «οφείλει να είναι» υποχωρεί. Στο ίδιο πνεύμα, οι γραμματικές πληροφορίες που για τους/τις φυσικούς/-ές ομιλητές/-τριες μιας γλώσσας θεωρούνται περιγραφικές, στο πλαίσιο της εκμάθησης της ίδιας αυτής γλώσσας από αλλόγλωσσους/-ες, γίνονται απόλυτα ρυθμιστικές, αφού ο/η ξένος/-η σπουδαστής/-στρια πρέπει να πλησιάσει την (υποσυνείδητη) γλωσσική ικανότητα του/της φυσικού/-ής ομιλητή/-τριας. Πάντως σε γενικές γραμμές, οι περιγραφικές γραμματικές έχουν μεγαλύτερο εύρος από ό,τι οι ρυθμιστικές: συμπεριλαμβάνουν τη μελέτη της φωνητικής και της φωνολογίας, καθώς και της σημασιολογίας (και του λεξιλογίου), ενώ εξετάζουν πολλές δομές που οι ρυθμιστικές γραμματικές είτε αγνοούν είτε συζητούν πολύ σύντομα. Συχνά μάλιστα παρέχουν πληροφορίες τόσο για σύγχρονα όσο και για παλαιότερα γλωσσικά μοτίβα, ενώ δεν αποκλείεται να εστιάζουν την προσοχή τους και σε μη στάνταρντ διαλέκτους. |