ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Σχεδιασμός του γλωσσικού προγράμματος σπουδών

.
 


ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΑΠΤΟΝΤΑΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Θα ήθελα εδώ να αναφέρω πέντε γενικούς παράγοντες, οι οποίοι είναι οι εξής:

·         Οι αλλαγές στη μορφή της οικονομίας και ιδιαίτερα τα αποτελέσματα της «παγκοσμιοποίησης» του (οικονομικού) κεφαλαίου∙

·         Οι αλλαγές στους τρόπους μεταφοράς, τόσο των πληροφοριών όσο και των «πραγμάτων», είτε πρόκειται γι’ ανθρώπους είτε για αγαθά με τις γνωστές συνέπειες της «διεθνοποίησης» (μια έννοια την οποία θα πρέπει να διακρίνουμε από την έννοια της «παγκοσμιοποίησης»)×

·         Οι αλλαγές στην πολιτισμική σύνθεση των κοινωνιών, που οδηγούν σε αυξανόμενη πολιτισμική ετερογένεια, μέσα και έξω από τα σύνορα μιας χώρας, οι αλλαγές δηλαδή που είναι αποτέλεσμα της σημερινής πολυ-πολιτισμικότητας×

·         Οι αλλαγές στο επικοινωνιακό τοπίο, τόσο στα μέσα επικοινωνίας που είναι γενικά διαθέσιμα αλλά και στους (σημειωτικούς) τρόπους επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται στους διάφορους τομείς της δημόσιας ζωής×

·         Οι αλλαγές σε θεσμικές διευθετήσεις σχετικά με την εκπαίδευση, δηλαδή στα ζητήματα που προκύπτουν γύρω από θέματα όπως «το μέλλον του σχολείου», «η σχολική τάξη του μέλλοντος», κλπ.

Στο κείμενο αυτό θα προτείνω, όσο το δυνατόν συντομότερα, πώς (και ίσως γιατί) αυτοί οι παράγοντες υπεισέρχονται στα γλωσσικά προγράμματα σπουδών και τις παιδαγωγικές θεωρίες, καθώς επίσης πώς και γιατί πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε κάθε προβληματισμό αναφορικά με το μέλλον. Προηγουμένως όμως θα κάνω τη γενική παρατήρηση ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν ως αποτέλεσμα την κατάλυση των «ορίων» εντός των οποίων αναπτύσσονται τα σχολικά προγράμματα σπουδών (συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών προγραμμάτων) και οι παιδαγωγικές θεωρίες.

H παγκοσμιοποίηση του οικονομικού κεφαλαίου σημαίνει ότι οι συνθήκες εργασίας ομογενοποιούνται παγκοσμίως, είτε αυτό συμβαίνει ως αποτέλεσμα του ότι οι άνθρωποι αναζητούν εργασία σε έναν τομέα της οικονομίας ο οποίος είναι παγκοσμιοποιημένος (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εργασία σε μια πολυεθνική εταιρεία), είτε συμβαίνει ως αποτέλεσμα της συχνής «εισαγωγής» (και «εξαγωγής») θέσεων εργασίας από τον έναν τόπο στον άλλο. Και οι δύο αυτές διαδικασίες σημαίνουν ότι τα προγράμματα σπουδών οφείλουν να έχουν παγκόσμιο προσανατολισμό, τόσο για τις «ανώτερες» βαθμίδες εργασίας όσο και για τις κατώτερες. Το περιεχόμενο και ο τρόπος διδασκαλίας θα πρέπει να εκλάβουν ολόκληρη την υφήλιο όχι μόνο ως το σχετικό αλλά και ως το αναγκαίο πεδίο λειτουργίας. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι εργάτες/-τριες (και μαθητές/-τριες του σχολείου) στην Ουαλία θα πρέπει να μαθαίνουν ιαπωνικά ή κορεάτικα λόγω της «εισαγωγής» θέσεων εργασίας από εκείνες τις οικονομίες στον συγκεκριμένο τόπο.

Τα πιο χαρακτηριστικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης είναι ότι η υφήλιος ανάγεται σε κύριο σημείο αναφοράς για τη σχολική εκπαίδευση (καθώς και για άλλα κοινωνικά και οικονομικά πεδία). Έτσι, η ανάπτυξη δεξιοτήτων, η παροχή γνώσεων και η διαμόρφωση στάσεων που δίνουν τη δυνατότητα στους/στις μαθητές/-τριες να ενεργούν με βάση τη παγκοσμιοποίηση εντάσσονται στους σκοπούς των προγραμμάτων σπουδών. Απήχηση στην εκπαίδευση έχει και η διεθνοποίηση αλλά είναι έμμεση. Διακρίνοντας την έννοια αυτή από την έννοια της παγκοσμιοποίησης, να εξηγήσω πως διεθνοποίηση σημαίνει ότι χαρακτηριστικά γνωρίσματα συγκεκριμένων πρακτικών, αξιών ή αγαθών από οπουδήποτε μπορούν να εμφανιστούν σε πολλούς άλλους τόπους (είτε αυτό παίρνει τη μορφή των τζην και τι-σερτ στους δρόμους του Χο Τσι Μινχ ή στα υψίπεδα της Νέας Γουινέας, είτε απόψεων για τον καταναλωτισμό, την προστασία του περιβάλλοντος κλπ.). Φυσικά, οι αλλαγές στην υποδομή των μεταφορών, με ηλεκτρονικό ή άλλο τρόπο, έχουν συνεισφέρει στη γρήγορη ανάπτυξη οικονομιών που βασίζονται στην πληροφορία και τις υπηρεσίες. Αυτού του τύπου οι οικονομίες θα έχουν θεμελιωδώς διαφορετικές απαιτήσεις από τα γλωσσικά προγράμματα σπουδών ή, πιο σωστά, από τα προγράμματα σπουδών για την επικοινωνία.

Οι αλλαγές στην πολιτισμική σύσταση των κοινωνιών ανά τον κόσμο –και κυρίως των λεγόμενων «ανεπτυγμένων» μετα-βιομηχανικών κοινωνιών– προκύπτουν εν μέρει από τους δύο πρώτους παράγοντες που απαριθμούνται πιο πάνω, δηλαδή από την αλλαγή στις μορφές της οικονομίας και των μεταφορών. Από την άλλη μεριά η πολιτισμική ετερογένεια έχει σημαντικό αντίκτυπο στα γλωσσικά προγράμματα σπουδών γιατί δημιουργεί πίεση να μη σχεδιαστούν βάσει ενός μονόγλωσσου ήθους, ενός μονόγλωσσου habitus (για να χρησιμοποιήσω τον όρο που αναπτύχθηκε και διερευνήθηκε μέσα από τη δουλειά της Ingrid Gogolin (Der Monolinguale Habitus. Muenster: Waxmann, 1994). Ο κίνδυνος αυτός είναι ιδιαίτερα έντονος κυρίως στον αγγλόφωνο κόσμο. Γνωρίζουμε ότι πάνω από το 70% του πληθυσμού της γης είναι δίγλωσσο ή πολύγλωσσο. Ωστόσο, για τις λεγόμενες «μονόγλωσσες» κοινωνίες, η πολιτισμική, και συνεπώς συχνά γλωσσική, ετερογένεια καταλύει τα (υποτιθέμενα) σταθερά όρια γύρω από τη γλώσσα και τους γλωσσικούς τύπους. Γνωρίζουμε ότι καμιά γλώσσα δεν είναι ποτέ απομονωμένη ή προφυλαγμένη. Όμως υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη σταδιακή εισροή λεξικών δανείων (και την αφομοίωσή τους στις φωνολογικές, γραφηματικές και σημασιολογικές δυνατότητες της γλώσσας) και στη μόνιμη συν-παρουσία διαφόρων γλωσσών στον ίδιο γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο. Και πάλι, αυτή η κατάσταση δεν είναι από μόνη της νέα ή ασυνήθιστη: η σύγχρονη αγγλική λ.χ. είναι μια κρεολή γλώσσα× είναι δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, συνονθύλευμα μιας γλώσσας λατινικής καταγωγής και μιας γλώσσας γερμανικής καταγωγής που συνυπήρξαν στον ίδιο γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο κάτω από συγκεκριμένους συσχετισμούς κοινωνικής ισχύος.

Αυτή όμως είναι τώρα η κατάσταση στα περισσότερα μέρη του κόσμου και ιδίως σε πολλές κοινωνίες όπου υπάρχουν έντονες απαιτήσεις για καταμερισμό δυνάμεων και για ισότητα. Αυτές οι συνθήκες καταλύουν αναπόφευκτα όλα τα όρια που υπάρχουν μέσα και γύρω από τη γλώσσα –τα όρια που υπήρχαν σε όλα τα επίπεδα, από το φωνολογικό έως το κειμενικό. Τα κειμενικά είδη, για παράδειγμα, έχουν την τάση για άμεση αποσταθεροποίηση –όπως φυσικά συμβαίνει περισσότερο ή λιγότερο σταδιακά και με όλους τους άλλους επικοινωνιακούς ή κοινωνικούς τομείς.

Αλλά ακόμη και σε περιπτώσεις εδραιωμένης από καιρό πολυγλωσσίας, οι νέες συνθήκες πολιτισμικής ετερογένειας έχουν τις συνέπειές τους. Η πιο εμφανής είναι η σχετικά καινούργια πολιτισμική και οικονομική κυριαρχία της αγγλικής γλώσσας σε πολλούς κοινωνικούς τομείς, όπως στις επιχειρήσεις, την εκπαίδευση, την κουλτούρα της νεολαίας. Εδώ η καινούργια πολιτισμική και γλωσσική ετερογένεια συνδέεται με τα διάχυτα και ποικίλα είδη ισχύος της αγγλικής γλώσσας και με τα αποτελέσματα που έχει αυτή η ισχύς στις δομές επικοινωνίας γενικότερα και σε άλλες «τοπικές» γλώσσες ειδικότερα.

Όλες αυτές οι αλλαγές, αν συνυπολογιστούν, οδηγούν σε βαθείς μετασχηματισμούς του κοινωνικού και πολιτισμικού τοπίου. Σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές εξελίξεις στις ηλεκτρονικές μορφές επικοινωνίας, οδηγούν σε μια ανάγκη ριζικής αναθεώρησης σχετικά με το ποιος/-α είναι ικανός/-ή χρήστης της γλώσσας. Γνωρίζουμε, και το γνωρίζουμε εδώ και 40 περίπου χρόνια, ότι διακρίσεις όπως ενεργητική και παθητική χρήση της γλώσσας δεν έχουν βάση (αν και αυτή η γνώση δεν έχει απαραίτητα υπεισέλθει στις πρακτικές γλωσσικής διδασκαλίας και μάθησης). Η διάκριση αυτή, σαφώς εκφρασμένη στο χώρο της γλωσσικής εκπαίδευσης, ήταν η ίδια μια συγκεκριμένη εκδοχή τόσο της πραγματικότητας των δομών της μαζικής επικοινωνίας (σε μια «μαζική κοινωνία») όσο και της θεωρητικοποίησης και των ιδεολογιών που τις περιβάλλουν. Σε μια κατάσταση μαζικής επικοινωνίας είναι πιθανόν να θεωρήσει κανείς τη δημιουργία και τη διάδοση κειμένων ενεργητική, ενώ την πρόσληψη κειμένων «απλώς» παθητική πράξη. Το ευρύτατα διαδεδομένο μοντέλο επικοινωνίας του τύπου Π --> Μ --> Δ (πομπός - μήνυμα - δέκτης) ήταν μια εξαιρετικά ισχυρή μεταφορά και μια εκδοχή αυτής της ιδέας. Η μαζική επικοινωνία παραμένει έμμεσα η κυρίαρχη μεταφορά και το κυρίαρχο επιστημονικό «παράδειγμα» στις σπουδές με αντικείμενο τα ΜΜΕ και την Eπικοινωνία, γεγονός που είναι ίσως παράδοξο, δεδομένου ότι ταυτόχρονα αναπτύσσεται έρευνα που αποσκοπεί στην αναίρεση αυτού του επιστημονικού παραδείγματος. Για παράδειγμα, υπάρχουν σήμερα πολυάριθμες μελέτες οι οποίες εστιάζουν στις πολλαπλές επιλογές που είναι πλέον διαθέσιμες στους χρήστες των μέσων επικοινωνίας. Συνέπεια των μελετών αυτών είναι να κατανοούμε όλο και περισσότερο ότι δεν έχει πλέον «ισχύ», όπως παλαιότερα, ο απόλυτος έλεγχος ενός τρόπου επικοινωνίας (λ.χ. του γλωσσικού) από τον/την χρήστη. Η ισχύς μετατίθεται στους πολλαπλούς τρόπους που είναι διαθέσιμοι σε αυτόν/-ήν, ο/η οποίος/-α ως καταναλωτής/         -τρια έχει ενεργό ρόλο ως προς τις πολλαπλές αυτές επιλογές τρόπων επικοινωνίας.

Η αποφασιστική αυτή στροφή έχει σχέση και με την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, η οποία παρέχει νέες δυνατότητες παραγωγής κειμένων και διάδοσής τους και έτσι επιτρέπει σε καθέναν/καθεμία που έχει πρόσβαση στην τεχνολογία να χρησιμοποιήσει τα όργανα και εργαλεία που αυτή του/της προσφέρει για να παράγει κείμενα με τα οποία πιθανόν να προσεγγίσει ένα τεράστιο ακροατήριο. Τα όργανα και τα εργαλεία αυτά, όπως λ.χ. οι ατομικές ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, ξεπερνούν κατά πολύ τις δυνατότητες παλαιότερων μέσων επικοινωνίας. Επίσης, η ψηφιακή μορφή των παραγόμενων κειμένων επιτρέπει τη διάδραση. Το αποτέλεσμα είναι μια θεμελιώδης μεταβολή στο τοπίο των δυνατοτήτων επικοινωνίας, όπου σημαντικό ρόλο έχει παίξει ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων: δηλαδή, αφενός της πρόσβασης σε μέσα παραγωγής κειμένων και απεριόριστης διάδοσής τους και αφετέρου της δυνατότητας για διαδραστική επικοινωνία.

H παραπάνω διαπίστωση δεν είναι υπερβολή× στην πραγματικότητα οι συνέπειές της για τις έννοιες της γλώσσας, της γλωσσικής μάθησης και της δημιουργίας κειμένων είναι για την ώρα ανυπολόγιστες. Κι αυτό συμβαίνει μάλιστα λόγω του τελευταίου παράγοντα που θέλω να αναφέρω εδώ, και που για μένα σίγουρα δεν είναι ο λιγότερο σημαντικός. Αναφέρομαι στην όλο και μεγαλύτερη μετακίνηση προς οπτικές μορφές αναπαράστασης των «πραγμάτων», οι οποίες με την πάροδο του χρόνου κυριαρχούν όλο και περισσότερο σε ορισμένα πεδία επικοινωνίας. Πιστεύω πως μπορούμε ήδη να δούμε άμεσα αποτελέσματα όλων αυτών των παραγόντων, π.χ. στη λειτουργική εξειδίκευση της εικόνας και του γραπτού λόγου όπου συνυπάρχουν, ή στον διαφορετικό τρόπο διαμόρφωσης της γνώσης σε περιπτώσεις όπου συνυπάρχουν δύο (ή περισσότερα) μέσα επικοινωνίας. Η γλώσσα ως γραπτός (και ως προφορικός) λόγος υπάρχει τώρα σε ένα πολυτροπικό τοπίο, δηλαδή σε ένα τοπίο όπου συνυπάρχουν διάφοροι τρόποι αναπαράστασης. Αυτό σημαίνει ότι τα γραπτά κείμενα, για παράδειγμα, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο με αναφορά ή χρήση του γραπτού λόγου× το νόημα ενός κειμένου κατανέμεται τώρα πλέον αρκετά συχνά ανάμεσα στον τρόπο του γραπτού λόγου και στον τρόπο της εικόνας. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι η «ανάγνωση» μόνο του γραπτού μέρους ενός κειμένου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το νόημα των εικόνων, θα είναι μόνο μια μερική ανάγνωση, και κάποιες φορές μάλιστα ιδιαίτερα περιορισμένη.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ | ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ