ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Σχεδιασμός του γλωσσικού προγράμματος σπουδών

.
 


ΕΝΑ ΝΕΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

 Έχω ήδη σκιαγραφήσει το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο πιστεύω ότι πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα του γλωσσικού προγράμματος σπουδών. Εδώ θα ήθελα να παρουσιάσω, σύντομα και πάλι, ορισμένα θέματα τα οποία είναι, πιστεύω, ουσιώδη για κάθε γλωσσικό πρόγραμμα σπουδών που επιχειρεί να εστιάσει στο μέλλον. Οι όροι που θέλω να εισαγάγω και να συζητήσω είναι ο σχεδιασμός, η πολυτροπικότητα και η αισθητική.

Ας αρχίσουμε με την πολυτροπικότητα [όρος ο οποίος αναλύεται στη σχετική στήλη της Ενότητας Γ’ του Γλωσσικού Υπολογιστή]. Όπως υποστηρίζω και αλλού (βλ. Κress & van Leeuwen 1996), σε πολλούς τομείς επικοινωνίας, η γλώσσα, είτε ως προφορικός είτε ως γραπτός λόγος, είναι ένας μόνο από τους διαθέσιμους τρόπους αναπαράστασης των «πραγμάτων». Θα το αντιληφθούμε αμέσως εάν εξετάσουμε την εικόνα που παρουσιάζει ο τύπος, η τηλεόραση, κτλ. ή, αντίστοιχα, εάν εξετάσουμε πώς έχουν εξελιχθεί τα σχολικά εγχειρίδια τα τελευταία 50 χρόνια [βλ. Παράρτημα σ. ??]. Ενώ πριν 30 χρόνια ένα σχολικό εγχειρίδιο φυσικής, για παράδειγμα, είχε συσταθεί σε γραπτή γλώσσα, τώρα σε ένα βιβλίο για την ίδια ηλικιακή ομάδα κάθε σελίδα είναι γεμάτη εικόνες. Οι εικόνες που υπήρχαν παλαιότερα λειτουργούσαν ως εικονογράφηση του γλωσσικού κείμενου. Δηλαδή, οι εικόνες επαναλάμβαναν πτυχές των όσων είχαν ήδη αναπαρασταθεί με τη γλώσσα, για λόγους μεγαλύτερης σαφήνειας, απομνημόνευσης ή ψυχαγωγίας. Τώρα, οι εικόνες έχουν μια ξεκάθαρη αναπαραστατική και επικοινωνιακή λειτουργία: δεν επαναλαμβάνουν όσα έχουν διατυπωθεί γραπτώς, αλλά εισάγουν με ανεξάρτητο τρόπο βασικά θέματα της ύλης του προγράμματος σπουδών. Στην πραγματικότητα, τείνει να υπάρξει ένας καταμερισμός, μια λειτουργική εξειδίκευση, όπου οι εικόνες χρησιμοποιούνται για την αναπαράσταση του βασικού περιεχομένου της ύλης των μαθημάτων του σχολικού προγράμματος, ενώ ο γραπτός λόγος διαμορφώνει το πλαίσιο της ύλης, δηλαδή το παιδαγωγικό ή διδακτικό κείμενο.

Μια συνέπεια αυτού το γεγονότος, μεταξύ πολλών άλλων, είναι ότι αλλάζει η ίδια η γλώσσα: η σύνταξη του γραπτού λόγου στο νέο σχολικό εγχειρίδιο διαφέρει αισθητά απ’ αυτήν του σχολικού εγχειριδίου πριν 40 χρόνια. Θα αναφέρω ένα μόνο χαρακτηριστικό γνώρισμα: εάν 40 χρόνια πριν οι προτάσεις αποτελούνταν από περίπου 4-8 φράσεις, στο νέο σχολικό εγχειρίδιο (τουλάχιστον αυτών που χρησιμοποιούνται στα σχολεία των περισσότερων χωρών της Δύσης) καμιά πρόταση δεν υπερβαίνει τις δύο φράσεις. Γλωσσικές δομές, χαρακτηριστικές κυρίως του λόγου των φυσικών επιστημών, οι οποίες ήταν σύνθετες συντακτικά και κατά συνέπεια σημασιολογικά, έχουν εξαφανιστεί. Μια άλλη συνέπεια είναι ότι η δραστηριότητα της ανάγνωσης είναι τώρα εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι ήταν πριν 40 χρόνια. Τώρα πλέον είναι απλώς αδύνατο για έναν εκπαιδευτικό να πει Παιδιά, ανοίξτε το βιβλίο σας στη σελίδα 29 και, Άννα, άρχισε να διαβάζεις από την αρχή! Το κείμενο στη σελίδα 29 δεν είναι τώρα ένα εκτενές, συνεκτικό κομμάτι γραπτού λόγου. Το κείμενο που υπάρχει συνίσταται σε τίτλους, λεζάντες, σύντομες περιγραφές, σύντομες ιστορίες, οδηγίες κλπ. Βεβαίως, καθώς άλλαξαν τα συντακτικά χαρακτηριστικά του κειμένου άλλαξε και η φύση του, έτσι ώστε να αποτελεί ένα πολυτροπικό σύνολο.

Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν για έναν/μία φιλόλογο να πει: Nαι, ωραία, βλέπω ότι υπάρχουν εικόνες, αλλά εμένα με ενδιαφέρει η γλώσσα, γιατί ενδιαφέρον για τη γλώσσα σημαίνει τώρα πια ενδιαφέρον για το πολυτροπικό σύνολο που είναι ένα κείμενο. Η εστίαση αποκλειστικά στη γλώσσα δεν μπορεί πλέον να μας αποκαλύψει τι είναι το κείμενο ή τι κάνει η γλώσσα σε σχέση με τα υπόλοιπα συντακτικά μέρη του κειμένου. Με άλλα λόγια, η ανάγνωση του κειμένου συνεπάγεται κατανόηση της γλωσσικής και ταυτόχρονα οπτικής ή άλλης εκφοράς του λόγου, γεγονός που έχει συνέπειες για μια θεωρία ανάγνωσης. Ταυτόχρονα, βεβαίως, η πολυτροπικότητα του κειμένου έχει συνέπειες και για μια θεωρία παραγωγής γραπτού λόγου.

Στο παρελθόν για να συντάξουμε ένα «καλό» γραπτό κείμενο έπρεπε να έχουμε αναπτύξει σημαντικές γνώσεις και δεξιότητες που σχετίζονται με την παραγωγή ενός κειμένου, προκειμένου να επιλέξουμε ανάμεσα στις δυνατότητες του «τρόπου» του γραπτού λόγου. Δηλαδή, να επιλέξουμε τους γλωσσικούς τύπους που θεωρούμε τους πιο κατάλληλους για τη συγκεκριμένη επικοινωνιακή περίσταση –λαμβάνοντας υπόψη επικοινωνιακές παραμέτρους όπως θέμα, σκοπός επικοινωνίας και ακροατήριο. Τώρα, όμως, οι απαιτήσεις είναι πλέον διαφορετικές. Στο πολυτροπικό τοπίο το ζήτημα δεν είναι απλώς Ποιες είναι οι καλύτερες λέξεις στην καλύτερη διάταξη για την έκφραση των ιδεών μου; Τίθεται ένα άλλο πολύπλοκο και πολυδιάστατο ερώτημα ως εξής: Ποιοι είναι οι τρόποι που έχω στη διάθεσή μου στη συγκεκριμένη περίσταση επικοινωνίας, για την αναπαράσταση του συγκεκριμένου εύρους περιεχομένων, σε σχέση με το συγκεκριμένο κοινό;

Το δεύτερο ερώτημα διαφέρει σημαντικά και υπερβαίνει αυτά που διατυπώνονταν στο παρελθόν, γιατί εκείνα είχαν σχέση με τη γλώσσα ως μοναδική πηγή νοημάτων. Τα ερωτήματα που τίθενται τώρα σχετίζονται με την ικανότητα που έχει ή πρέπει να αναπτύξει κανείς για να σχεδιάσει ένα πολυτροπικό κείμενο∙ ερωτήματα, δηλαδή, όπως το εξής: Πώς θα διανείμω τις πληροφορίες/περιεχόμενο ανάμεσα στους διαθέσιμους σ’ εμένα σημειωτικούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένης και της γλώσσας και οι οποίοι θα δημιουργήσουν συγκεκριμένα αποτελέσματα για το κοινό στο οποίο απευθύνομαι; Ο σχεδιασμός αυτός απαιτεί ουσιαστικές γνώσεις των πολλαπλών δυνατοτήτων που προσφέρει ο κάθε τρόπος επικοινωνίας (γλωσσικός και μη), αλλά και των δυνατοτήτων που παρέχει ο δυνάμει συνδυασμός των διαφόρων τρόπων. Δηλαδή, όταν πρόκειται για ένα γραπτό κείμενο που χρησιμοποιεί αποκλειστικά τον γλωσσικό τρόπο, τίθενται ζητήματα επιλογής των κατάλληλων λεξικογραμματικών στοιχείων, του κατάλληλου κειμενικού ύφους και κειμενικού είδους για τη γλωσσική αναπαράσταση ενός θέματος. Όταν όμως πρόκειται για την παραγωγή πολυτροπικών κειμένων (τα οποία, βάσει των νέων κοινωνικών συνθηκών είναι σε συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση) τίθενται άλλα ζητήματα γιατί η παραγωγή τους απαιτεί μια διαφορετική (επι)κοινωνι(α)κή πρακτική. Τίθεται, καταρχήν, το ζήτημα των δυνατοτήτων κάθε τρόπου επικοινωνίας ως παραγωγικής πηγής, ικανού να μετασχηματισθεί κατά τη χρήση του σε συνδυασμό με άλλους τρόπους. Έτσι, η απαιτούμενη πρακτική, την οποία το άτομο που παράγει το κείμενο πρέπει να μπορεί να ασκήσει, είναι η πρακτική του σχεδιασμού.

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, όταν μιλάμε για πρακτική σχεδιασμού κειμένου, βρίσκεται η ενεργή δράση του ατόμου ως δημιουργού του κειμένου αυτού (φυσικά, βάσει των πολιτισμικά διαθέσιμων και ιστορικά διαμορφωμένων πόρων). Είναι μια πρακτική που προϋποθέτει νέου τύπου ικανότητες και πλήρη γνώση των δυνατοτήτων όλων των σημειωτικών πόρων. Αυτή η ικανότητα και η γνώση όμως ταυτόχρονα συνεπάγεται και την κριτική στάση απέναντί τους. Έτσι, αυτό που υποστηρίζω είναι ότι η πρακτική του σχεδιασμού ενσωματώνει όψεις της κριτικής πράξης και, άρα υπερβαίνει και τις δύο, καθώς το άτομο το οποίο δρα, βάσει των προσωπικών και ταυτόχρονα κοινωνικά διαμορφωμένων ενδιαφερόντων του, προβαίνει σε μια ανανεωτική, μετασχηματιστική κοινωνική ενέργεια.

Νομίζω ότι τα ζητήματα που συζητώ εδώ θα αποτελέσουν κρίσιμες πτυχές των νέων γλωσσικών προγραμμάτων σπουδών. Ο σχεδιασμός των προγραμμάτων αυτών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη πως τα άτομα στη σημερινή και αυριανή κοινωνία δεν «αποκτούν» τις σταθερές ή στατικές πηγές ενός σημειωτικού συστήματος για να προσαρμοστούν στο σύστημα αυτό. Έτσι, και η γλωσσική εκπαίδευση θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους/τις μαθητές/-τριες ως τα άτομα που μετέχουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι λειτουργώντας δημιουργικά για να ανανεώσουν και να μετασχηματίσουν τις κοινωνικές πρακτικές.

Σε αυτά τα προγράμματα σπουδών η έννοια του σχεδιασμού συσπειρώνεται και υπερβαίνει τόσο την ικανότητα παραγωγής κειμένων όσο και την κριτική απέναντί τους. Φυσικά, αυτό ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τα σημεία που έθιξα σχετικά με την εξαφάνιση των επιστημονικών παραδειγμάτων που προέκυψαν βάσει των εννοιών της μαζικής κοινωνίας και των τρόπων με τους οποίους οι έννοιες αυτές διαμόρφωσαν την υποκειμενικότητα και θέση του ατόμου (και ως  «χρήστη» γλώσσας).

Υπάρχει όμως και ένα άλλο σημαντικό θέμα. Για μένα η χρήση του όρου σχεδιασμός αποβλέπει στο να δείξει αποφασιστικά ότι πρέπει να δούμε τους/τις μαθητές/-τριες της γλώσσας αρκετά διαφορετικά από ό,τι πριν για δύο λόγους: ο ένας λόγος είναι ότι οι μαθητές/-τριες της γλώσσας ζουν τώρα πλέον σε έναν κόσμο όπου κατοχυρώνουμε το ποιοι είμαστε μέσω της κατανάλωσης× ο άλλος λόγος είναι ότι οι μαθητές/-τριες της γλώσσας πρέπει να αντιμετωπιστούν τώρα ως όντα ενεργά, δραστήρια, δημιουργικά και νεωτεριστικά, τόσο επειδή το απαιτεί μια γενικά αποδεκτή άποψη για τη γλώσσα, την επικοινωνία και την κατασκευή νοήματος, αλλά επίσης επειδή η πραγματική απαίτηση από τη σχολική εκπαίδευση είναι να παράγει άτομα με αυτές τις ικανότητες. Και για την ώρα δεν υπάρχουν σχολικά μαθήματα που να είναι καταλληλότερα για να βοηθήσουν στην επίτευξη αυτού του στόχου από τα γλωσσικά μαθήματα. Αλλά ας εξηγήσω τι εννοώ.

Στον κόσμο στον οποίο μεγάλωσα εγώ, και ο οποίος ήταν λίγο πολύ ίδιος μέχρι πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια περίπου, στις κοινωνίες στις οποίες έζησα και εργάστηκα, η ατομικότητα και η υποκειμενικότητα προσδιορίζονταν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τώρα από τη θέση του ατόμου στην κοινωνία (τον κοινωνικό του ρόλο) και τη σχέση του προς την οικονομία (π.χ. είμαι εργάτης/-τρια χαλυβουργείου, εκπαιδευτικός, δικηγόρος, κτλ.). Σήμερα ο αυτοπροσδιορισμός μας γίνεται μέσω του ρόλου μας στην αγορά ως καταναλωτών/-τριών (φοράω πουλόβερ μάρκας Gap, οδηγώ ένα σπορ αυτοκίνητο Honda, τρώω στο..., κάνω διακοπές στο..., ζω στο..., κλπ.). Με άλλα λόγια, το «στυλ» μας ως Αισθητική αποτελεί τις συνθήκες όλων όσων μετέχουν στην κατανάλωση η οποία είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη του καταναλωτικού καπιταλισμού.   Έτσι όμως έχει μετακινηθεί το πεδίο της αισθητικής από την αναφορά του στα προϊόντα και στις πρακτικές που συνδέαμε με μια ελίτ σε όλα τα προϊόντα και τις πρακτικές της καθημερινής ζωής. Η επικοινωνία δεν αποτελεί φυσικά εξαίρεση: η εμφάνιση της εφημερίδας που διαβάζω σχετίζεται με την εμφάνιση του σουπερμάρκετ στο οποίο ψωνίζω κι αυτό σχετίζεται με τα ρούχα που φοράω για να πάω στη δουλειά ή μια βόλτα. Τα κείμενα, είτε είναι γλωσσικά, είτε γλωσσικά και οπτικά, είτε μουσικά και οπτικά, τα κείμενα κάθε είδους, και σίγουρα όχι μόνο τα κείμενα του κανόνα της ελίτ, σχετίζονται ουσιαστικά με την κατανάλωση αγαθών κάθε είδους. Τα σύγχρονα σχολικά εγχειρίδια, είτε αυτά παράγονται στην Αγγλία, είτε σε άλλες χώρες της Δύσης, υπόκεινται κι αυτά στις ίδιες αισθητικές απαιτήσεις.

Ποιο σχολικό μάθημα είναι πιθανόν να ασχοληθεί μ’ αυτό ανάγοντάς το σε ζήτημα κατάλληλης προετοιμασίας των νέων για τις κοινωνίες τους, αλλά και σε ζήτημα σαφούς αναφοράς των αρχών του σχεδιασμού που διέπουν κάθε πλευρά της αισθητικής της αγοράς; Για μένα η απάντηση είναι αρκετά σαφής: εάν αυτό δεν γίνει στο «μάθημα της γλώσσας» στο σχολικό πρόγραμμα σπουδών, τότε για την ώρα δεν μπορεί να γίνει πουθενά αλλού. Όμως, είναι ένα ουσιώδες ζήτημα, τόσο όσον αφορά το σχεδιασμό νέων μορφών επικοινωνίας, όσο και την κατανόηση της ζωής σε μια καταναλωτική κοινωνία, δηλαδή σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από την αγορά.

Το δεύτερο σημείο που θέλω να θίξω εδώ αφορά την ανάπτυξη της ικανότητας να λειτουργήσει κανείς δημιουργικά και ανανεωτικά ως ένα νέο εκπαιδευτικό στόχο του σχολείου. Οι πολιτικοί σε όλον τον κόσμο έχουν κάνει σαφές ότι οι μετα-βιομηχανικές κοινωνίες χρειάζονται νεωτεριστικούς πολιτισμούς. Κανείς όμως δεν διευκρινίζει πώς θα επιτευχθεί αυτό. Αυτό που είναι για μένα απόλυτα σαφές είναι πως οι παλαιότερες γλωσσολογικές θεωρίες (ένα σταθερό σύστημα στοιχείων και κανόνων πέραν της επιρροής του ατόμου, ένα σύστημα που το άτομο μπορεί να το «κατακτήσει» αλλά όχι να το αλλάξει) είναι εντελώς ανίκανες να συμβάλουν στην ανάπτυξη αυτής της ικανότητας. Για το λόγο αυτό συναντάμε δημιουργικά άτομα πολύ πιο σπάνια απ’ ό,τι θα θέλαμε. Το δημιουργικό άτομο είναι η ηρωική εξαίρεση κι εμείς οι υπόλοιποι παραδινόμαστε στην προσκόλληση στις συμβάσεις που επιβάλλονται άλλοτε λίγο και άλλοτε πολύ σθεναρά. Αυτό βέβαια είναι συνέπεια του ότι διδάσκομαι πως πρέπει να ακολουθήσω τις συμβάσεις και να κάνω αυτά που έχουν κατοχυρωθεί με βάση το παρελθόν. Με τον τρόπο αυτό όμως αδυνατώ επίσης να δω τον εαυτό μου ως ενεργητικό ον, ως υπεύθυνο για την παραγωγή του καινούργιου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταργώ το παλαιό, αφού σ’ αυτό στηρίζομαι. Για το λόγο τούτο, εάν δεν κάνουμε μια σοβαρή επαναξιολόγηση, αναδιαρθρώνοντας τις θεωρίες μας για τη γλώσσα (οι οποίες στηρίζουν τις θεωρίες μας για την επικοινωνία, τη νόηση και τη δημιουργικότητα) δεν έχουμε πολλές πιθανότητες να ξεφύγουμε ποτέ από τα όρια της φυλακής που είναι η συμβατικότητα. Η προσκόλληση στις συμβάσεις εξυπηρέτησε τις κοινωνίες της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής πάρα πολύ καλά, αλλά τώρα αποτελεί σημαντική δέσμευση για ένα παραγωγικό μέλλον στις μετα-βιομηχανικές κοινωνίες του κόσμου.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ | ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

αρχή σελίδας