ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Σχεδιασμός του γλωσσικού προγράμματος σπουδών

.
 


TΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ

Δεν έχω απολύτως καμία πρόθεση να επισκοπήσω τα προγράμματα σπουδών, ούτε καν δειγματοληπτικά. Νομίζω ωστόσο ότι είναι δυνατόν για οποιονδήποτε αναγνώστη αυτού του άρθρου να θέσει καίρια ερωτήματα σχετικά με τους παράγοντες που έχω αναφέρει: δηλαδή ποιες είναι οι αντιλήψεις μας για τη γλώσσα, τον γραπτό λόγο, την ανάγνωση. Υπάρχει περίπτωση, ας πούμε, η έννοια της «ανάγνωσης» να καθίσταται πλέον προβληματική; Μήπως πεδία όπως η «γραμματική» και το «κειμενικό είδος» έχουν αποσταθεροποιηθεί; Μήπως το γλωσσικό πρόγραμμα σπουδών λειτουργεί με έννοιες ενεργητικής και παθητικής ικανότητας όσον αφορά στην παραγωγή και κατανόηση λόγου, ακόμη κι αν δεν πρόκειται περί αυτού; Ποιες είναι σήμερα οι κυρίαρχες μορφές κειμένου; Και από ποιες πολιτισμικές ομάδες αντλούνται αυτές; Είναι σήμερα ο γλωσσικός ο μόνος ή κυρίαρχος τρόπος επικοινωνίας; Τη γλώσσα την αντιλαμβανόμαστε ως ένα σύστημα που υπάρχει αυτόνομα, ανεξάρτητα από το κοινωνικό και πολιτισμικό της περιβάλλον;

Αυτά και πολλά άλλα τέτοιου τύπου ερωτήματα μπορούν να τεθούν όταν εξετάζουμε το ζήτημα της γλωσσικής εκπαίδευσης, εστιάζοντας στα προγράμματα σπουδών και παράλληλα στις παιδαγωγικές πρακτικές για την υλοποίησή τους. Είναι όμως γεγονός ότι κάποιες φορές τα ερωτήματα τίθενται και απαντώνται διαφορετικά σε καθεμία από τις δύο περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να επικρατεί κάποια σύγχυση. Έτσι, για παράδειγμα, το επικοινωνιακής προσέγγισης γλωσσικό πρόγραμμα σπουδών θεωρεί ότι η γλώσσα εγγράφεται στις κοινωνικές πρακτικές και άρα δεν είναι ένα σύστημα σταθερό και αμετάβλητο. Οι τεχνικές και στρατηγικές που προτείνονται για την επικοινωνιακής προσέγγισης διδακτική όμως στηρίζονται σε μια αντιμετώπιση της γλώσσας ως συστήματος, σύμφωνα με το οποίο η γλώσσα είναι αμετάβλητη κατά τη χρήση της σε κοινωνικές πρακτικές, και συνεπώς ουσιαστικά αυτόνομη.

Ας σημειώσουμε εδώ επίσης ότι γίνεται μια κρίσιμη διάκριση μεταξύ της διδασκαλίας μιας γλώσσας ως δεύτερης ή ξένης και της γλωσσικής αγωγής με αντικείμενο (και μέσον) γνώσης τη μητρική γλώσσα. Πράγματι, με τη μορφή που έχουν τα γλωσσικά προγράμματα σήμερα, η διδασκαλία της αγγλικής ως ξένης γλώσσας σε διάφορα μέρη του κόσμου ορίζεται από τελείως διαφορετικούς στόχους από ό,τι η γλωσσική αγωγή των φυσικών ομιλητών/        -τριών της αγγλικής στην Αγγλία. Το σχολικό μάθημα της γλώσσας στην Αγγλία έχει ένα εύρος στόχων τους οποίους μάλιστα τους προσδιορίζει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η ίδια η γλώσσα. Οι στόχοι αυτοί αφορούν την αγγλική γλώσσα όχι μόνον ως μέσον προφορικής και γραπτής επικοινωνίας, αλλά επίσης ως φορέα αισθητικών, ηθικών και ευρύτερα πολιτισμικών και εθνικών αξιών, ως παρακαταθήκη του «κανόνα γραμματισμού», ως φορέα ιδεών που υπερβαίνουν το έθνος, με αφορμή την κοινοπολιτεία (τη γραμματεία και τη σχετική λογοτεχνική παραγωγή της), την αγγλική ως παγκόσμια γλώσσα, κλπ. Όλοι αυτοί οι στόχοι συνιστούν ένα ιδιαίτερα δυσβάσταχτο φορτίο για ένα γλωσσικό πρόγραμμα σπουδών, ειδικά όταν αυτό έχει και βοηθητικούς διδακτικούς στόχους, όπως την ενασχόληση με τη γλώσσα των ΜΜΕ κ.ο.κ.

Βέβαια, άλλες κοινωνίες αντιμετωπίζουν αυτό το θέμα διαφορετικά. H Βραζιλία [όπως και η Ελλάδα] έχει τρία σχολικά μαθήματα που σχετίζονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με το πρόγραμμα σπουδών για τη μητρική γλώσσα, το οποίο στην Αγγλία περιλαμβάνει ένα μόνο μάθημα. Αυτό το μάθημα είναι τόσο φορτωμένο που παύει να λειτουργεί αποτελεσματικά ως προς τις ποικίλες όψεις του και γι’ αυτό χρειάζονται ρεαλιστικές λύσεις. Και, επειδή οι πολιτικές επιταγές της μετα-βιομηχανικής Αγγλίας, που δεν είναι πια η Μεγάλη Βρετανία, καθιστούν κάτι τέτοιο αδύνατο προς το παρόν, η λύση που υιοθετήθηκε (και η οποία συνιστά μιας μορφής «φυγοδικία») είναι η αναγωγή του «γραμματισμού» σε κύρια εκπαιδευτική απαίτηση, παρακάμπτοντας έτσι τη γλώσσα αυτή καθεαυτή και στερώντας της τον κυριότερο στόχο της. Στη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία ακολουθούνται άλλες κατευθύνσεις, εστιάζοντας ουσιαστικά στο μάθημα της αγγλικής γλώσσας ως το χώρο του προγράμματος σπουδών για την επικοινωνία και προσθέτοντας, στην περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας, την «επισκόπηση» του εύρους των διδακτικών στόχων του προγράμματος σπουδών. Μια παρόμοια, αν και πιο δραστική λύση έχει επιλεγεί στη Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής, όπου στο νέο πρόγραμμα σπουδών του 2005 υπάρχει ένας ενιαίος χώρος γλωσσικού γραμματισμού και επικοινωνίας (ένας χώρος που συμπεριλαμβάνει τη λογοτεχνία).

Προσωπικά θεωρώ ότι τα ερωτήματα που πρέπει να τεθούν σε σχέση με ένα γλωσσικό πρόγραμμα σπουδών το οποίο δεν θα συνιστά ένα πρόγραμμα διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας είναι διαφορετικά. Θα ασχοληθώ με μερικά από τα ερωτήματα αυτά στη συνέχεια.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ | ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

αρχή σελίδας