![]() . |
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ - ΣΤΟΧΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ Ευνόητο είναι ότι ένα παράδειγμα λόγου ή μια ανάλυση δεν μπορεί να συνδεθεί αποκλειστικά με ένα μόνο στόχο –ή μια ομάδα στόχων– για την τάξη. Όμως, με βάση ό,τι προηγήθηκε, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι παραδείγματα όπως αυτό είναι χρήσιμα για ένα πολύ γενικό στόχο που θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: να κατανοήσουν οι μαθητές/-τριες ότι όπως στην πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία με προφορικό, (όπου 90% της πληροφορίας μεταδίδεται με μη λεκτικούς τρόπους πρβλ. Descamps 1989, Οεϊνράιτ 1999), έτσι και στην επικοινωνία με γραπτό, συχνά, ο τρόπος διατύπωσης του καθαρά γλωσσικού μέρους παίζει μικρό μόνο ρόλο στη συνολική σημασιοδότηση/ αναγνώριση της περίστασης. Κατά συνέπεια, στο σχεδιασμό ενός γραπτού, επιλογές μη γλωσσικών στοιχείων, όπως η επιφάνεια εγγραφής, ο τρόπος εγγραφής και ο χώρος εγγραφής, δεν μπορούν να θεωρούνται απλά διακοσμητικές ή δευτερεύουσες σε σχέση με τις επιλογές για το γλωσσικό μέρος του κειμένου ούτε να γίνονται εκ των υστέρων και ανεξάρτητα από αυτό (πρβλ. πχ. Martins-Baltar και άλλοι 1979, Kalantzis, Cope 2000). Εξειδικεύοντας τον παραπάνω στόχο για τη γλωσσική άσκηση, με παραδείγματα γραπτά όπως αυτό, θα ήταν ενδιαφέρον (στόχος 1): Να κατανοήσουν οι μαθητές/-τριες πως σχεδιάζοντας με αυτό τον τρόπο, πολυτροπικά, συγχρόνως το κείμενο και το αντικείμενο, μέσα από αυτά οι οργανωτές/-τριες μιας εκδήλωσης επιτυγχάνουν να επιτελούν δύο διαφορετικές δέσμες λειτουργιών:
Ανάμεσα σε αυτούς, ένας από τους τρόπους που μετέρχονται οι «ομιλητές/-ριες» –για λειτουργίες που θεωρούν ότι δεν αρμόζει ή δεν είναι αποτελεσματικό να επιτελέσουν με το δικό τους λόγο– είναι να εντάσσουν στο λόγο τους και τμήματα λόγου άλλων «ομιλητών/-τριών» (πολυφωνικότητα, μεταφερόμενος λόγος). Ένας άλλος στόχος, λοιπόν, για τον οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένα παράδειγμα όπως αυτό, θα ήταν (στόχος 2): Να εισαχθούν οι μαθητές/-τριες σε μια πιο διευρυμένη προσέγγιση της πολυφωνικότητας που δεν περιορίζεται στην εξέταση του ευθέως και πλαγίου λόγου, όπως συνήθως προτείνεται στο σχολείο. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν χρήσιμο: Να μπορούν να διαστείλουν τα τμήματα λόγου, όπου «ακούγεται» μόνο η φωνή του διοργανωτή από τα τμήματα λόγου όπου ακούγονται άλλες φωνές (λόγος υποκειμένου εκφοράς της πρόσκλησης¹μεταφερόμενος λόγος). Να κατανοούν, ενδεχομένως, μερικές βασικές έννοιες όπως: εκφορά, υποκείμενο εκφοράς, χρόνος εκφοράς, τόπος εκφοράς, ετερογένεια εκφοράς. Να εντοπίζουν τους τρόπους σημείωσης με τους οποίους διακρίνονται οπτικά οι ετερογενείς εκφορές από την εκφορά του λόγου του φορέα διοργάνωσης. Να αναγνωρίζουν ανάμεσα σε αυτούς τους τρόπους διάκρισης του μεταφερόμενου λόγου εκείνους που είναι συνδεδεμένοι με τη νόρμα του είδους του γραπτού αυτού (πχ. εναλλαγή γραμματοσειρών, μεγέθη τυπογραφικών χαρακτήρων, «μαύρα» γράμματα, εισαγωγικά) και εκείνους που αποτελούν ιδιαίτερη επιλογή για την περίπτωση αυτή (πχ. χειρόγραφο, σκηνογραφική τοποθέτηση ορισμένων διατυπώσεων με σημείο αναφοράς την πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία). Να αναγνωρίζουν ότι οι ιδιαίτεροι (=μη αναμενόμενοι για την περίσταση) αυτοί τρόποι σημείωσης της ετερογένειας των εκφορών και η μεγαλύτερη πολυφωνικότητα δείχνουν στάσεις των οργανωτών για το γραπτό και την εκδήλωση (ξεχωριστοί τρόποι σημείωσης->ξεχωριστές προσκλήσεις->ξεχωριστή εκδήλωση). Να συνειδητοποιήσουν ότι όταν διατυπώνουν το δικό τους λόγο, καθώς τον φορμάρουν μέσα στους καθιερωμένους τρόπους διατύπωσης ενός είδους λόγου, εγγράφονται στη μεγάλη σειρά ομιλητών/-τριών που χρησιμοποίησαν τους ίδιους τρόπους (τις ίδιες φωνές) πριν από αυτούς και σημασιοδοτούν το λόγο τους με ανάλογο τρόπο. Θα ήταν ενδιαφέρον ακόμη (στόχος 3): Να οδηγηθούν οι μαθητές/-τριες στην παρατήρηση ότι –και στην επικοινωνία με γραπτό– οι μη λεκτικές επιλογές μπορεί να αποκαλύπτουν προθέσεις και στάσεις διαφορετικές από αυτές που δηλώνει ο λόγος και ίσως διαφορετικές από αυτές που οι «ομιλητές/-τριες» θα ήθελαν να αποκαλυφθούν. Χαρακτηριστικό για το σχεδιασμό του προσπέκτους αυτού –όπως και της πρόσκλησης στην έκθεση Infacoma 2000 της Helexpo, που είχε ως στόχο την προώθηση μιας εμπορικής εκδήλωσης– είναι ότι το κυρίως γραπτό της πρόσκλησης (1γ, 2γ) δεν πρωταγωνιστεί. Στην πρόσκληση της αστυνομίας είναι τοποθετημένο στην πίσω όψη του πρώτου φύλλου (1γ), κάτω από το απόσπασμα του Καζαντζάκη, ενώ η επιφάνεια όπου πέφτει πρώτα το βλέμμα του/της αναγνώστη/-τριας με το άνοιγμα του προσπέκτους –η μπροστινή όψη του δευτέρου φύλλου– καταλαμβάνεται από το πρόγραμμα. Στην πρόσκληση της Helexpo, περιθωριοποιείται πολύ περισσότερο γιατί, αν και βρίσκεται στην μπροστινή όψη του δευτέρου φύλλου (2γ), παίρνει τη μορφή μιας σημείωσης με ψιλά γράμματα στο κάτω μέρος της σελίδας. Οι οπτικές αυτές περιθωριοποιήσεις σημειώνουν αφενός ότι τα συγκεκριμένα γραπτά έχουν δευτερεύοντα ρόλο στη μετάδοση πληροφορίας για την εκδήλωση (οι σημαντικότερες πληροφορίες τους υπάρχουν ήδη στην πρώτη σελίδα) και αφετέρου ότι εντάσσονται σε δυο πολυλειτουργικά/πολυτροπικά αντικείμενα με κύρια λειτουργία άλλη από την πρόσκληση. Πολλοί αποδέκτες χαρακτήρισαν το πρώτο ως «πρόγραμμμα» και το δεύτερο ως «κουπόνι» ή «δελτίο», με βάση κυρίως τη λειτουργία του αντικειμένου τη στιγμή του χαρακτηρισμού, αλλά και τη θέση του γραπτού στην επιφάνεια του αντικειμένου και τον τρόπο παρουσίασής του, σε σχέση με τα άλλα γραπτά (χωρίς να λείψουν και οι χαρακτηρισμοί «φυλλάδιο» ή «προσπέκτους»), παρά τη γραπτή δήλωση-αυτοπαρουσίαση «πρόσκληση», στην πρώτη σελίδα. Με παρατηρήσεις όπως αυτές, θα ήταν χρήσιμο, τέλος (στόχος 4): Να διαπιστώσουν οι μαθητές/-τριες ότι πολλές φορές η τήρηση των συμβάσεων στη διατύπωση του γλωσσικού μέρους ενός γραπτού δεν σημαίνει ότι αναγνωρίζεται η κύρια λειτουργία και η κοινωνική σκοπιμότητα του γραπτού, αν δεν ληφθούν υπόψη και οι άλλοι τρόποι της σημείωσής του. Με άλλα λόγια, όσο δεσμευτικό και αν είναι ένα «πρωτόκολλο» επικοινωνίας με γραπτό, συχνά ο ομιλητής μπορεί να υποδύεται ότι το ακολουθεί –ακολουθώντας μόνο το λεκτικό του μέρος– ενώ συγχρόνως το περιθωριοποιεί –επιλέγοντας με μεγάλη ελευθερία τους μη λεκτικούς τρόπους. Στα παραδείγματα που είδαμε το κείμενο της πρόσκλησης διατυπώνεται με αναμενόμενους για την περίσταση τρόπους. Όμως εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι για τους υπεύθυνους του σχεδιασμού των δύο γραπτών η ανακοίνωση του προγράμματος (1γ) και η συλλογή στοιχείων για τους επισκέπτες με τη συμπλήρωση του κουπονιού (2γ), ήταν λειτουργίες σημαντικότερες από τη λειτουργία του κυρίως κειμένου της πρόσκλησης. Το κυρίως κείμενο, παρά την «κλασική» διατύπωσή του, αποτέλεσε απλά υπόμνηση μιας φάσης του τελετουργικού διοργάνωσης, την οποία οι υπεύθυνοι του σχεδιασμού προσπέρασαν βιαστικά, χωρίς όμως να την παραλείψουν. Με τον τρόπο αυτό διαβεβαίωσαν, άνετα, τον/την αποδέκτη/-τρια ότι γνωρίζουν πολύ καλά το «πρωτόκολλο» εκδηλώσεων αβρότητας για την περίσταση, όμως, επειδή ενδεχομένως κρίνουν σημαντικότερες από τις τυπικές εκδηλώσεις αβρότητας την ουσιαστική διευκόλυνση του/της αποδέκτη/-τριας (πχ. για να συμβουλευτεί το πρόγραμμα ή για να συμπληρώσει το κουπόνι), πήραν την ελευθερία να υπερβούν το «πρωτόκολλο» για χάρη του/της. Αυτή ακριβώς η -άλλου τύπου- ελευθερία έκφρασης και η ανάπτυξη μιας μεγαλύτερης άνεσης συνολικά στην επικοινωνία, μέσα από κοινωνικούς περιορισμούς, φαίνεται ότι θα είναι στόχοι για την άσκηση του/της μαθητή/ -τριας, που θα απασχολήσουν περισσότερο το σχεδιασμό της διδακτικής πράξης στο μέλλον.
|