Άρθρα Η γλώσσα και η αναμόρφωση της ανθρώπινης εμπειρίας

Σ ε λ ί δ α  2 / 8
.


Η ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΩΣ ΘΕΩΡΙΑ
ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ

Όταν ήσασταν περίπου ενός έτους, αρχίσατε να μαθαίνετε τη μητρική σας γλώσσα συστηματικά. Αλλά την ίδια στιγμή που τη μαθαίνατε, τη χρησιμοποιούσατε παράλληλα για να μαθαίνετε· χρησιμοποιούσατε τη γλώσσα για να φτιάξετε μια εικόνα του κόσμου τον οποίο αντιλαμβανόσασταν γύρω σας και μέσα στο σώμα σας. Η εμπειρία σας «κατασκευαζόταν» για σας με τη γλώσσα (όπου κατασκευάζω εδώ σημαίνει «κατασκευάζω σημειωτικά»). Για να το πω αλλιώς, η εμπειρία σας μετατρεπόταν σε νόημα· και η μετατροπή αυτή ήταν εφικτή λόγω της γραμματικής. Δηλαδή, το γραμματικό σύστημα της γλώσσας σας, καθώς και οι λέξεις και οι δομές μέσω των οποίων τα γλωσσικά συστήματα πραγματώνονται, σας επέτρεψαν να μετατρέψετε την εμπειρία σας σε νόημα και να την κατανοήσετε. Κατανοούμε κάτι όταν το μετατρέπουμε σε νόημα και το αποτέλεσμα αυτής της μετατροπής είναι η «γνώση». Για το λόγο αυτό μπορούμε να πούμε ότι η κατανόηση και η γνώση είναι σημειωτικές διαδικασίες· διαδικασίες ανάπτυξης νοημάτων στον εγκέφαλο κάθε ατόμου. Το μέσο παραγωγής τέτοιων διαδικασιών είναι βεβαίως η γραμματική.

Η γραμματική λοιπόν κάθε φυσικής γλώσσας είναι μια θεωρία της ανθρώπινης εμπειρίας· μια θεωρία την οποία διατηρούμε ασυνείδητα, αλλά που είναι πολύ ισχυρή γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Η γραμματική διασπά την εμπειρία σε «σχήματα» και κάθε σχήμα αναπαριστά κάποιο «γεγονός». Η παραπάνω λειτουργία επιτυγχάνεται μέσω της πρότασης. Για παράδειγμα, τα μικρά παιδιά λένε πράγματα όπως μικρό πουλί πέταξε μακριά, εκείνο το δέντρο δεν έχει φύλλο, βάλε βούτυρο σε φρυγανιά. Κάθε σχήμα αναλύεται σε διαφορετικούς τύπους «στοιχείων»: στο ίδιο το γεγονός, όπως πέταξε, έχει, βάλε, στις διάφορες οντότητες που μετέχουν, όπως μικρό πουλί, εκείνο το δέντρο, βούτυρο, φύλλο και στα στοιχεία συνθηκών που το περιβάλλουν, όπως μακριά, σε φρυγανιά. Αυτές είναι οι βασικές κατηγορίες της γραμματικής. Δηλαδή οι ρηματικές, οι ονοματικές και, σε ό,τι αφορά τα στοιχεία συνθηκών, οι επιρρηματικές και οι εμπρόθετες φράσεις. Επίσης, τα σχήματα ενώνονται σε «αλληλουχίες» μέσω διαφόρων λογικών σημασιολογικών σχέσεων, όπως είναι ο χρόνος και η αιτία, π.χ. το αλλά στη φράση «εκείνο το δέντρο έχει φύλλο αλλά εκείνο το δέντρο δεν έχει φύλλο». Η γραμματική έχει τη δυνατότητα να τα κάνει όλα αυτά ακριβώς επειδή ταυτόχρονα κάνει και κάτι άλλο: παράλληλα με το να κατασκευάζει την εμπειρία μας, ορίζει και τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, όπως το να μοιραζόμαστε εμπειρίες με άλλους, να δίνουμε εντολές, να κάνουμε προσφορές κλπ. Αν θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε τεχνικούς γραμματικούς όρους, θα λέγαμε ότι κάθε πρόταση είναι μια σύνθετη δομή που εμπεριέχει και μεταβιβαστικότητα και τρόπο. Είναι ένα πάρα πολύ ισχυρό σημειογενές μέσο, το οποίο όλοι μαθαίνουμε από πολύ νωρίς να χειριζόμαστε. Αυτό συμβαίνει περίπου κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους της ζωής μας.

Μεγαλώσαμε με την πεποίθηση ότι οι κατηγορίες του περιβάλλοντός μας, οι κανονικότητες που παρατηρούμε μέσα σε αυτό, είναι αντικειμενικά χαρακτηριστικά που υπάρχουν ανεξάρτητα από εμάς τους ίδιους και από τον τρόπο με τον οποίο αναφερόμαστε σε αυτά. Υποθέτουμε ότι υπάρχουν φυσικές «κατηγορίες». Δηλαδή, ότι τα νοήματα που κατασκευάζονται στη γραμματική —οι σημασίες των λέξεων και οι σημασίες των γραμματικών κατηγοριών— μας δόθηκαν από την ίδια τη φύση των πραγμάτων. Αν απορρίψουμε αυτή την άποψη, πράγμα που εγώ πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε, είναι πολύ εύκολο να πάμε στο αντίθετο άκρο· να υποστηρίξουμε, δηλαδή, πως δεν υπάρχουν καθόλου φυσικές κατηγορίες και πως οτιδήποτε συναντάμε στο περιβάλλον μας είναι μια τυχαία ροή γεγονότων στην οποία δεν υπάρχουν κανονικοί συσχετισμοί. Έτσι, η γραμματική πρέπει να επιβάλει τάξη επινοώντας δικές της κατηγορίες. Καμία από αυτές τις ακραίες ερμηνείες δεν είναι ικανοποιητική. Αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι το περιβάλλον μας, όπως το αντιλαμβανόμαστε, είναι γεμάτο από αναλογίες· δηλαδή, οτιδήποτε συμβαίνει μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με κάτι άλλο. Το πρόβλημα είναι ότι τα περισσότερα πράγματα μοιάζουν με πολλά άλλα πράγματα κατά πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Αυτό που τελικά κάνει η γραμματική είναι ότι ξεκαθαρίζει τα πράγματα· επιλέγει μερικές μόνο από εκείνες τις διαστάσεις που κάνουν τα φαινόμενα να μοιάζουν.

Η επιλεκτική αυτή αναγνώριση της γραμματικής παρατηρείται εμφανέστερα στο λεξιλόγιο. Σκεφθείτε οποιοδήποτε σύνολο λέξεων που αφορά σε ένα σημασιολογικό πεδίο σε μια γλώσσα, όπως αυτοκίνητο, φορτηγάκι, φορτηγό, πούλμαν, λεωφορείο ή καυτό, ζεστό, ήπιο, χλιαρό, δροσερό, ψυχρό, κρύο στην ελληνική γλώσσα. Τα συγκεκριμένα σύνολα λέξεων αφορούν συγκεκριμένους τομείς της εμπειρίας: τις κατηγορίες οχημάτων και τις διαβαθμίσεις που σχετίζονται με τη θερμοκρασία. Δεν είναι καθαρά διαφορετικές νοητικές κατηγορίες. Είναι κατασκευασμένες έννοιες της γλώσσας και, όπως γνωρίζουν όλοι όσοι μαθαίνουν ξένες γλώσσες, δεν έχουν ακριβή αντιστοιχία από τη μια γλώσσα στην άλλη. Ταυτόχρονα, δεν είναι αυθαίρετες· όλες κατασκευάζουν κάποια πλευρά της νοητικής ή τουλάχιστον της εμπειρικής ομοιότητας. Η παραπάνω διαπίστωση γίνεται φανερή αν αναλογιστούμε τα αντίστοιχα σύνολα λέξεων που αφορούν στα ίδια σημασιολογικά πεδία σε μια άλλη γλώσσα. Παρατηρούμε ότι αναφορικά με τις κατηγορίες οχημάτων, στην αγγλική γλώσσα για παράδειγμα, έχουν κατασκευαστεί δύο διαφορετικές έννοιες για να δηλώσουν την έννοια «φορτηγό», οι έννοιες truck [φορτηγό αυτοκίνητο και ανοιχτό φορτηγό βαγόνι] και lorry [φορτηγό όχημα]. Όπως είδαμε, η διαφοροποίηση αυτή δεν υφίσταται στην ελληνική γλώσσα, η οποία έχει κατασκευάζει μόνο μια έννοια για να δηλώσει αυτό που σε μια άλλη γλώσσα δηλώνεται με δύο έννοιες. Από την άλλη μεριά, στις διαβαθμίσεις της θερμοκρασίας, οι έννοιες που έχουν κατασκευάσει οι δύο γλώσσες είναι ανάλογες, καθώς και στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιούνται οι έννοιες hot [ζεστό/καυτό], warm [ζεστό], mild [ήπιο], tepid [χλιαρό], cool [δροσερό], chilly [ψυχρό], cold [κρύο]. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι και στις δύο γλώσσες υπάρχουν τα αντίστοιχα σημασιολογικά πεδία αλλά δεν τέμνονται με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή, κάθε γλώσσα διαμορφώνει την εμπειρία που βιώνει ο άνθρωπος στο συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζει και αναπτύσσεται.

Βλέπουμε λοιπόν ότι σε όλες τις γλώσσες υπάρχουν κάποιες μεταβλητές πολύ γενικές σε εμβέλεια τις οποίες συναντάμε σχεδόν σε κάθε σχήμα που κατασκευάζουμε. Αυτές οι μεταβλητές οργανώνονται σε σύστημα και δεν κατηγοριοποιούνται με βάση το λεξιλόγιο. Δηλαδή, η γλώσσα αποτελεί ένα δίκτυο συστημάτων για την κατασκευή νοημάτων. Κάθε σύστημα στο δίκτυο αυτό αναπαριστά ένα σύνολο πιθανών εναλλακτικών, όπως ενικός/πληθυντικός, ερώτηση/κατάφαση, και περιλαμβάνει το σύνολο των πιθανών επιλογών και τις «πραγματώσεις» τους, δηλαδή ποιες είναι οι συνέπειες κάθε επιλογής στη δομή της γλώσσας. Για παράδειγμα, αν διαλέξουμε πληθυντικό και όχι ενικό —σε κάποιες γλώσσες όπως η αγγλική και η ελληνική— αυτό συνεπάγεται ότι θα αλλάξει η μορφολογική κατάληξη του ονόματος. Ανάλογο παράδειγμα είναι το σύστημα των χρόνων μιας γλώσσας. Κάθε γεγονός έχει ορισμένη αναφορά στο χρόνο, είτε σχετική με το παρόν είτε σχετική με κάποιο άλλο γεγονός ή με κάποια κατάσταση γεγονότων. Η γραμματική κατασκευάζοντας την εμπειρία και σε αυτή την περίπτωση ακολουθεί σταθερά την ίδια αρχή· δηλαδή, επιλέγει ορισμένες αναλογίες, ορισμένα είδη ομοιότητας και τις κατασκευάζει ως κανονικούς συσχετισμούς. Για παράδειγμα, στην αγγλική γλώσσα υπάρχει ο εξής χρονικός συσχετισμός: went: goes: will go, said: says: will say, ran: runs: will run κλπ. Σε κάθε γλώσσα αυτό συμβαίνει με το δικό της τελείως ξεχωριστό τρόπο.

Η σημειογενής αυτή δύναμη της γραμματικής βασίζεται στην επιλογή. Η γραμματική επιλέγει μοτίβα που έχουν εμπειρική αξία και τα κατασκευάζει σε ένα πολυδιάστατο σημασιολογικό πεδίο. Και επειδή συχνά τα διαφορετικά αυτά μοτίβα, οι διαφορετικές διαστάσεις που συνιστούν ένα σημασιολογικό πεδίο, έρχονται σε αντίθεση και συγκρούονται μεταξύ τους, η γραμματική κάθε γλώσσας βασίζεται στο συμβιβασμό. Ο μόνος τρόπος να κατασκευαστούν οι απίστευτα σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του —πολύ περισσότερο οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων— είναι η ανάπτυξη ενός συστήματος με μεγάλο βαθμό ευλυγισίας, που ευνοεί την ασάφεια και λειτουργεί άριστα ως σύνολο ακόμη και αν κανένα από τα μέρη του δεν μπορεί να λειτουργήσει με τον ίδιο άριστο τρόπο σε περίπτωση που ληφθεί μόνο του.

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας