Η εμπειρία των παιδιών αναμορφώνεται ακόμη μια φορά κατά τη μετάβασή τους στο γυμνάσιο-λύκειο. Η αναμόρφωση αυτή της εμπειρίας από τη γραμματική έχει ανάλογα χαρακτηριστικά με αυτά που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη «επιστημονική» εποχή, την οποία συσχετίζουμε με την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Αν μελετήσουμε τα γραπτά των ιδρυτών της σύγχρονης επιστήμης —τα ιταλικά του Γαλιλαίου, τα αγγλικά του Νεύτονα— θα διαπιστώσουμε ότι η γραμματική των κειμένων τους χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα σημαντικές καινοτομίες και ότι τώρα, μετά από δέκα γενιές περίπου, αυτές οι καινοτομίες έχουν εισχωρήσει σχεδόν σε κάθε κειμενικό είδος της επίσημης γραπτής γλώσσας μας. Όλοι γνωρίζουμε τα είδη των διατυπώσεων που χαρακτηρίζουν το σημερινό επιστημονικό λόγο, όπως
Τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά παρουσιάζονται σταθερά σε μεγάλο μέρος του γραπτού λόγου, με τον οποίο ασχολούμαστε συνεχώς. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν τα βρίσκουμε μόνο σε περιβάλλοντα επιστημονικού λόγου αλλά και σε περιβάλλοντα μη-τεχνικού λόγου, ειδικότερα σε αυτά που αφορούν την επιβολή και τη διατήρηση κύρους ή ισχύος. Τέτοια παραδείγματα είναι οι ακόλουθες προτάσεις:
Γνωρίζουμε πού συναντούν τα παιδιά αυτό το μεταφορικό είδος της γραμματικής. Είναι η γλώσσα των εξειδικευμένων επιστημονικών χώρων, δηλαδή της τεχνικής γνώσης που βασίζεται σε κάποια θεωρία (η θεωρία ενδέχεται να μην αποδεικνύεται επαρκώς). Ακριβώς όπως η πρώτη αναμόρφωση της εμπειρίας έγινε όταν τα παιδιά πήγαν στο δημοτικό σχολείο, έτσι και η δεύτερη αναμόρφωση συμπίπτει με μια άλλη εκπαιδευτική μετάβαση: τη μετάβαση από το δημοτικό στο γυμνάσιο-λύκειο. Το ουσιώδες χαρακτηριστικό της γραμματικής μέσω του οποίου αναπτύσσεται ο επιστημονικός λόγος δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητό από τα παιδιά μέχρι να ολοκληρώσουν τη μισή διάρκεια της σχολικής τους εκπαίδευσης, δηλαδή όταν φτάσουν περίπου στην ηλικία της εφηβείας. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο της γραμματικής μεταφοράς. Ενώ η πρώτη φάση της εκπαιδευτικής γνώσης, που έχει σχέση με τον γραπτό λόγο, βασίζεται στην ικανότητα αφαίρεσης, η επόμενη φάση, η φάση της τεχνικής γνώσης, του λόγου εξειδικευμένων επιστημονικών χώρων, βασίζεται στη μεταφορά· στη μεταφορά με τη γραμματική όμως έννοια του όρου, δηλαδή τη συνολική αναδιατύπωση της σχέσης ανάμεσα στη γραμματική και τη σημασιολογία. Αντί να πούμε
Έχουμε ήδη δει την αρχή αυτού του μετασχηματισμού. Ορισμένοι αφηρημένοι όροι, όπως κίνηση, ταχύτητα, αναλογία είναι ήδη μεταφορικοί εν τη γενέσει τους, αφού προκειμένου να δημιουργηθούν ανακατασκευάστηκαν γεγονότα ή ιδιότητες σε ουσιαστικά. Αντιμετωπίζονται, δηλαδή, σαν να είναι είδη αντικειμένων. Έτσι, η δεύτερη αναμόρφωση της εμπειρίας εκμεταλλεύεται ένα μέσο το οποίο είχε ήδη αρχίσει να υπάρχει από την πρώτη αναμόρφωση. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν είναι πλέον θέμα δημιουργίας τεχνικών όρων· η μεταφορά καταλαμβάνει το σύνολο αυτού του είδους λόγου, επειδή εξυπηρετεί την ανάπτυξη θεμελιωμένων επιχειρημάτων, την ανάπτυξη, δηλαδή, του είδους της συλλογιστικής που ταιριάζει με την εμπειρικά ελέγξιμη επιστήμη. Η γραμματική μεταφορά επιτρέπει να αναδιατυπωθεί οποιαδήποτε παρατήρηση, ή σειρά παρατηρήσεων, με συνοπτικό τρόπο από τη γραμματική, έτσι ώστε να λειτουργεί ως σημείο εκκίνησης για την περαιτέρω εξέλιξη του συλλογισμού. Αυτή η διατύπωση διευκολύνει την εξαγωγή θεωρητικών συμπερασμάτων. Με δεδομένη την πολυπλοκότητα και την ποικιλομορφία των γραμματικών διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα σε αυτό το στάδιο, είναι δυνατόν να ανακύψει ένα γενικό μοντέλο σχετικά με τον τρόπο αναμόρφωσης της εμπειρίας; Πιστεύω ότι αυτό είναι δυνατό. Ενώ η γλώσσα του δημοτικού σχολείου περιελάμβανε, παράλληλα με τις αφηρημένες έννοιες, ορισμένα ουσιαστικά που προέρχονταν από ρήματα και επίθετα, με τα οποία τα γεγονότα και οι ιδιότητες μεταβάλλονταν σε γενικές αρχές (π.χ. κίνηση, δύναμη, πολλαπλασιασμός κλπ), στην τεχνική γλώσσα των φυσικών επιστημών και των άλλων επιστημονικών χώρων —που αποτελούν τις «υποδιαλέκτους» του προγράμματος σπουδών του γυμνασίου-λυκείου— η διαδικασία της γραμματικής μεταφοράς έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προβάλλει μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα. Στον κόσμο της μητρικής μας γλώσσας, ο οποίος αποτελείται από προτάσεις, η εμπειρία κατασκευάζεται ως αλληλεπίδραση μεταξύ γεγονότων (τα οποία είναι εφήμερα) και οντοτήτων (τα οποία διαρκούν). Αντίθετα, ο τεχνολογικός μας κόσμος αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από αντικείμενα· τα μόνα «γεγονότα» σε αυτόν είναι οι σχέσεις που οργανώνονται μεταξύ των «αντικειμένων». Το γεγονός αυτό γίνεται φανερό σε καθένα από τα παρακάτω παραδείγματα, στα οποία παρατηρούνται δύο διαδικασίες. Και οι δύο διαδικασίες κατασκευάζονται ως ονοματικά σύνολα, τα οποία στη συνέχεια σχετίζονται το ένα με το άλλο μέσω μιας λογικής σχέσης που κατασκευάζεται ως ένα ρηματικό σύνολο, όπως συμβαίνει στις ακόλουθες φράσεις (όπου τονίζονται τα λεξικογραμματικά στοιχεία που σηματοδοτούν ή μάλλον διαμορφώνουν τη λογική αυτή σχέση):
Αυτό το είδος λόγου εξυπηρέτησε πολύ τις φυσικές επιστήμες, όπου ήταν πολύ σημαντικό να κατασκευαστεί ένας κόσμος «αντικειμένων», συμπεριλαμβανομένων και των τεχνητών οντοτήτων που μπορούσαν να δημιουργηθούν όπως και όταν το απαιτούσε ο λόγος. Κάποιες από τις τεχνητές οντότητες εξακολουθούν να παραμένουν θεωρητικά κατασκευασμένες έννοιες, ενώ άλλες λειτουργούν σε περιορισμένη εμβέλεια μόνο για την εξυπηρέτηση του επιχειρήματος και μετά εξαφανίζονται. Από συμβολική άποψη, αυτού του είδους ο λόγος κρατά τον κόσμο ακίνητο και τον κάνει να μοιάζει με τα ουσιαστικά, που είναι σταθερά στο χρόνο, ενώ ταυτόχρονα τον παρατηρούμε, πειραματιζόμαστε με αυτόν, τον μετράμε και τον θεμελιώνουμε με λογικό τρόπο. Ωστόσο, αυτού του είδους η συνοπτική θεώρηση των πραγμάτων δεν αφορά όλες τις περιοχές της εμπειρίας μας. Σε ορισμένα περιβάλλοντα, μάλιστα, μπορεί πραγματικά να παρεμποδίζει, ειδικά όταν γίνεται μέσο συγκάλυψης σημαντικών θεμάτων και διατήρησης της κατάστασης ισχύος που υπήρχε πριν. Ακραίες περιπτώσεις αυτής της συγκάλυψης παρατηρούμε στη γλώσσα της στρατιωτικής στρατηγικής, όπου αυτοί που σχεδιάζουν τη στρατηγική ζητούν τώρα όπλα περισσότερο θανατηφόρα αντί για όπλα που σκοτώνουν περισσότερους ανθρώπους. Αυτού του είδους ο λόγος μοιάζει να κατασκευάζει μια επίπλαστη πραγματικότητα και συμβάλλει στη συγκάλυψη του πραγματικού γεγονότος. |