Άρθρα Η διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος
στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση: δείκτες συνέχειας και μεταβολής

Σ ε λ ί δ α  6 / 8
.


ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Πέρα από τις συνηθισμένες παρατηρήσεις που σχετίζονται με το βαθμό σαφήνειας στην περιγραφή και την ανάλυση των σκοπών, των στόχων και των μεθόδων ή την απόδοση όρων, τα νέα προγράμματα είναι ευάλωτα σε κριτική σε ό,τι αφορά την κανονιστική φόρτιση, την επιφανειακή θεωρητική ανάλυση της κοινωνικής λειτουργίας της γλώσσας και τον εθνοκεντρικό λυρισμό.


Κανονιστικότητα

Δύο παραθέματα από τα προγράμματα σπουδών δείχνουν την κανονιστική φόρτιση ορισμένων στόχων. Το πρώτο παράδειγμα είναι από τη διδασκαλία της γλώσσας στο λύκειο και αφορά τη διδασκαλία του θέματος «πειθώ». Ένας από τους στόχους της ενότητας είναι «να προβληματιστούν (οι μαθητές/τριές) σχετικά με τη δύναμη της πειθούς και να συνειδητοποιήσουν ότι εφόσον η πειθώ αποτελεί δύναμη που ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί αρνητικά, πρέπει να στηρίζεται σε ένα σύστημα ηθικής με βάση την αλήθεια» (ΥΠΕΠΘ/ΠΙ 1999α, 122). Η κανονιστική φόρτιση του στόχου αυτού έγκειται στο εξής: Η έννοια της αλήθειας δεν είναι ούτε μονοσήμαντη ούτε απροϋπόθετη, καθώς υφίστανται διάφορες «αλήθειες» (επιστημονική, θρησκευτική, δικανική, αισθητική κλπ.), άρα «η» αλήθεια (ολιστικά) είναι αδύνατο να διατυπωθεί. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και ως προς τη χρήση του όρου «αρνητικά». Το δεύτερο παράδειγμα είναι από την περιγραφή της στοχοθεσίας για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο γυμνάσιο και το λύκειο. Σύμφωνα με αυτή, ανάμεσα στα άλλα, επιδιώκεται να αποδέχεται ο/η μαθητής/τρια τις απόψεις που διατυπώνονται στα λογοτεχνικά έργα «εφόσον αναγνωρίζει ότι είναι σωστά θεμελιωμένες, ή να αντιστέκεται σ΄αυτές αιτιολογώντας τη θέση του» (ΥΠΕΠΘ/ΠΙ 1999β, 163). Στα λογοτεχνικά έργα σπάνια διατυπώνονται επιστημονικές θεωρίες, ώστε ο/η αναγνώστης/τρια να μπορεί να ελέγχει την εγκυρότητά τους. Συνεπώς η έκφραση «σωστά θεμελιωμένες» αναφέρεται σε ιδεολογική συγγένεια της θέσης του κειμένου και εκείνης που επιδιώκει το σχολείο να διαμορφώσει στους/στις μαθητές/τριες. Σε τελευταία ανάλυση δεν είναι «αμαρτία» να επιδιώκει τα σχολείο να διαμορφώσει ιδεολογικές θέσεις, απλώς καλό είναι το γεγονός αυτό να μην περνάει απαρατήρητο, ούτε —φυσικά— να αποκρύπτεται. Άλλωστε η λέξη «πληροφορίες» την οποία οι συντάκτες/τριες του προγράμματος σπουδών για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας χρησιμοποιούν για να αναφερθούν στην ιδεολογία του κειμένου, δεν είναι ιδιαίτερα διαφανής.


Επιφανειακή ανάλυση της κοινωνικής λειτουργίας της γλώσσας

Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της τάσης είναι η περιγραφή και η ανάλυση του φαινομένου της πειθούς (ΥΠΕΠΘ/ΠΙ 1999α, 122 κ.ε.), όπου ο/η μαθητής/τρια καλείται να μάθει ότι η πειθώ «πρέπει να στηρίζεται σε ένα σύστημα ηθικής με βάση την αλήθεια». Το κίνητρο ή η πρόθεση να πείσει κάποιος κάποιον δεν μπορεί να γίνει κατανοητό με βάση την αρχή της ανάδειξης της αλήθειας του πομπού, ερήμην των πρακτικών επιπτώσεων που κάτι τέτοιο θα είχε. Μάλλον τα κίνητρα που ωθούν πομπούς να επιχειρούν να πείσουν δέκτες είναι περισσότερο από πλατωνικά. Συνήθως υπάρχει ένα διακύβευμα, πέρα από τη διάδοση της αλήθειας. Ανεξάρτητα πάντως από αυτό, στα προγράμματα σπουδών εντοπίζει κανείς εύκολα μια υπεραισιοδοξία ότι η μάθηση για τις λειτουργίες της γλώσσας στην επικοινωνία θα επιτρέψει στο/στη   μαθητή/τρια να επιτυγχάνει τους στόχους του/της. Το γνωστό, αλλά θεωρητικά εσφαλμένο, επιχείρημα ότι η αποτελεσματικότητα του λόγου είναι υπόθεση χειρισμού του λόγου, το βρίσκουμε και εδώ. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Λείπει μια θεωρία του πλαισίου μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η επικοινωνία, μια θεωρία της κοινωνίας ως κοινωνικής αλληλεπίδρασης, στην οποία όντως η γλώσσα έχει βαρύνοντα ρόλο. Αν υπήρχε κάτι τέτοιο, οι μαθητές/τριες θα μάθαιναν ότι υφίστανται συστηματικοί περιορισμοί στην αποτελεσματικότητα —και γενικά στη λειτουργία— της γλώσσας, οι οποίοι σχετίζονται (α) με τη σχέση ανάμεσα στα δρώντα πρόσωπα, (β) με την ισχύ τους, (γ) με τους ρόλους τους, (δ) με τις επιδιώξεις τους (οι οποίες μπορεί να κινούνται εκτός ή εντός του πλαισίου που προδιαγράφει ο ρόλος τους), (ε) με τις στρατηγικές τους, (στ) με το χρόνο, (ζ) με το πολιτισμικό πλαίσιο, (η) με διάφορους άλλους κώδικες αξιών, (θ) με μηχανισμούς ελέγχου που υπερβαίνουν τις ατομικές βουλήσεις των μετεχόντων στην επικοινωνία. Έτσι, όταν με την έκφραση «αποτελεσματικότητα του κειμένου» (ΥΠΕΠΘ/ΠΙ 199: 86) ορίζεται «η ικανότητα του πομπού να πετύχει το σκοπό που επιδιώκει με το κείμενο», η γλώσσα αποκτά φετιχικό χαρακτήρα και παρουσιάζεται σαν να ήταν αυτή η αιτία που ο πομπός επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει να πετύχει τους στόχους του. Το θεωρητικό αυτό σφάλμα φαίνεται πολύ καθαρά στις οδηγίες για την ενότητα όπου διδάσκεται η οργάνωση του λόγου και σχετίζεται με την «πειθώ» (ΥΠΕΠΘ/ΠΙ 1999α, 122 κ.ε.)., όπου ως πρώτος στόχος ορίζεται «να ασκηθούν οι μαθητές στη λογική χρήση της γλώσσας και να αποκτήσουν την ικανότητα να πείθουν, όταν το επιβάλλει η περίσταση», σαν να ήταν η συναίνεση του δέκτη στην περιγραφή ή πρόταση του πομπού κάτι που εξαρτάται αποκλειστικά ή κυρίως από την ικανότητα του δεύτερου να χειρίζεται τη γλώσσα. Η ικανότητα παραγωγής συναίνεσης γύρω από κάποιο ζήτημα προϋποθέτει πολύ περισσότερα πράγματα από την ευφράδεια του/της ομιλητή/τριας ή ακόμη και τη γνώση των μυστικών της επικοινωνίας.


Εθνοκεντρικός λυρισμός

Τα κείμενα στα οποία θεμελιώνεται η νέα προσέγγιση και περιγράφονται οι σκοποί και στόχοι δεν είναι απαλλαγμένα από τα κλισέ της γλωσσικής συνέχειας και τους κλασικούς εθοκεντρικούς δείκτες (1999β, 48). Το πιο ακραίο δείγμα αφορά τη σχέση γλώσσας-λαού και εισάγεται με την έκφραση «βιολογική συνέχεια» του λαού — μια τυπική έκφραση στο πλαίσιο του εθνικιστικού λόγου της πριν από τον Παπαρρηγόπουλο εποχής. Το ίδιο συμβαίνει και όταν η εξέλιξη της φωνητικής γραφής αξιολογείται από τη σκοπιά της ελληνολατρείας και του θαυμασμού του ελληνικού πνεύματος. Στο ίδιο μοτίβο, σε μια προσπάθεια στήριξης της γνωστής θέσης περί ενιαίας γλώσσας (Βλ. Γκότοβος 1991, 112 κ.ε.) γίνεται μια διαφοροποίηση ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη λατινική γλώσσα. Η πρώτη ονομάζεται παρωχημένη μορφή της ελληνικής, ενώ η δεύτερη «νεκρή γλώσσα» (ΥΠΕΠΘ/ΠΙ 1999β, 49). Το πιο χαρακτηριστικό όμως δείγμα εθνοκεντρικού λυρισμού προκύπτει όταν περιγράφεται η φιλοσοφία του δανεισμού λέξεων από ιστορικές μορφές της ελληνικής για την ικανοποίηση λεξιλογικών αναγκών της σύγχρονης κοινής: «Όλος αυτός ο θησαυρός της γλώσσας είναι ελληνικός και οφείλουμε να τον μελετούμε και να τον χρησιμοποιούμε. Μέσα του αντιβουίζει ολόκληρος ο ωκεανός του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής ιστορίας. Στους ήχους του και στους τύπους του και στις συντάξεις του ριζώνει η ιστορία μας, η σκέψη μας και το συναίσθημά μας».

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας