Άρθρα Γλωσσική αγωγή στη Β/θμια εκπαίδευση στην Αυστραλία:
Μια συστημική λειτουργική οπτική

Σ ε λ ί δ α  2 / 8
.

Η ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ-ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΠΕΡΙ «ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΟΥ»

Το συστημικό-λειτουργικό μοντέλο της γλώσσας ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για το ερευνητικό μας πρόγραμμα. Αυτή η κοινωνικά προσδιορισμένη θεωρία της χρήσης της γλώσσας έχει διατυπωθεί κατά ένα μεγάλο μέρος της από τον M.Α.Κ. Halliday και έχει αναπτυχθεί παραπέρα από τους συναδέλφους του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι Ruquaiya Hasan, Gunther Kress, Jim Martin, Joan Rothery και Frances Christie. Αποτελεί μια συνολική προσπάθεια να συσχετιστεί η γλώσσα με το κοινωνικό της συγκείμενο με σαφή και συστηματικό τρόπο. Άλλες γλωσσολογικές θεωρίες τείνουν να εστιάζουν στην τυπική και μόνο δομή της γλώσσας ή υιοθετούν μια ψυχολογική αντίληψη και ασχολούνται με τη χρήση της γλώσσας σε σχέση με τη γλωσσική/επικοινωναική ικανότητα. Το λειτουργικό μοντέλο έχει σημασία για την εκπαίδευση καθώς μας επιτρέπει να εξετάζουμε τους κοινωνικούς παράγοντες που επιδρούν στους ανθρώπους που χρησιμοποιούν τη γλώσσα και να χρησιμοποιούμε αυτή τη γνώση κατά το σχεδιασμό και την ανάλυση της γλωσσικής εκμάθησης.

Σχέση κειμένου - συγκειμένου
Υπάρχουν δύο εννοιολογικές κατηγορίες που χρησιμεύουν στη διατύπωση της σχέσης μεταξύ κειμένου και συγκειμένου —το «επίπεδο ύφους» του κειμένου και το «κειμενικό είδος»:

Το επίπεδο ύφους και οι παράγοντες της περίστασης επικοινωνίας

Ο Ηalliday χρησιμοποιεί τον όρο επίπεδο ύφους για να περιγράψει την επίδραση της περίστασης επικοινωνίας στα νοήματα που εμείς δημιουργούμε όταν παράγουμε γραπτά και προφορικά κείμενα. Εντοπίζει δε τρεις μεταβλητούς παράγοντες της περίστασης επικοινωνίας και θεωρεί πως είναι αποφασιστικής σημασίας κατά τη χρήση της γλώσσας. Οι τρεις βασικοί αυτοί παράγοντες είναι το «πεδίο», οι «συνομιλιακοί ρόλοι» και ο «τρόπος» (Halliday 1985, 1991).

(α) Το πεδίο αναφέρεται στην κοινωνική δραστηριότητα των συμμετεχόντων σε μια κατάσταση. Δηλαδή, αναφέρεται στο τι είναι αυτό που συμβαίνει σε μια περίσταση επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου και του ποιο είναι το θέμα που αποτελεί το κίνητρο για επικοινωνία, το οποίο μάλιστα παίζει ρόλο ειδικότερα στην περίπτωση συγκειμένων που δημιουργούνται αποκλειστικά μέσω της γλώσσας.

(β) Oι συνομιλιακοί ρόλοι αναφέρονται στις κοινωνικές σχέσεις και στάσεις των ανθρώπων που παίρνουν μέρος στην περίσταση επικοινωνίας [την οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε «διάδραση» εφόσον είναι πάντα ενεργός ο ρόλος αυτών που συμμετέχουν ακόμη κι όταν δεν παράγουν λόγο]. Οι διαφορές υπόστασης, επαφής και συναισθημάτων ανάμεσα στα άτομα που μετέχουν στην περίσταση επηρεάζουν το γενικότερο τόνο του παραγόμενου γραπτού ή προφορικού λόγου.

(γ) O τρόπος αναφέρεται στο ρόλο της γλώσσας σε μία συγκεκριμένη περίσταση. O τρόπος ομιλίας ή γραφής αλλάζει ανάλογα με το αν η γλώσσα συνοδεύει κάποια δραστηριότητα ή αποτελεί από μόνη της μια «δραστηριότητα». Για παράδειγμα, η γλώσσα έχει ρόλο συνοδευτικό όταν στη διάρκεια μίας επιχείρησης διάσωσης ενός ατόμου ένας δίνει διαταγές στους υπόλοιπους. Αποτελεί όμως από μόνη της κοινωνική δραστηριότητα, θα λέγαμε, όταν χρησιμοποιείται για την περιγραφή της επιχείρησης διάσωσης σε ένα άρθρο εφημερίδας. Επίσης, ο τρόπος έχει να κάνει με το «κανάλι επικοινωνίας»? δηλαδή ο τρόπος παραγωγής διαφοροποιείται ανάλογα με το αν το κείμενο είναι γραπτό ή προφορικό.

Συνοπτικά, πρέπει να πούμε ότι και οι τρεις μεταβλητοί παράγοντες επηρεάζουν από κοινού το είδος των γλωσσικών επιλογών που κάνουμε κατά την παραγωγή ενός συγκεκριμένου κειμένου. Έτσι, κάθε κείμενο, γραπτό ή προφορικό, δημιουργεί νοήματα που έχουν άμεση σχέση με τους τρεις αυτούς μεταβλητούς παράγοντες. Κάθε κείμενο αφορά κάτι (πεδίο), απευθύνεται σε κάποιον (συνομιλιακοί ρόλοι), και τα γλωσσικά του στοιχεία σχετίζονται με χαρακτηριστικούς τρόπους με το συγκείμενο (τρόπος).

Το κειμενικό είδος

Η άλλη κατηγορία που είναι σημαντική για τη σχέση κειμένου-συγκειμένου στην εκπαίδευση είναι το κειμενικό είδος. Ο Martin ορίζει το κειμενικό είδος ως σταδιακή, στοχοθετημένη κοινωνική διαδικασία, που επιτελείται κατά κύριο λόγο μέσω της γλώσσας [μια διαδικασία, δηλαδή, η οποία λεκτικοποιείται με τη μορφή γλωσσικού κειμένου]. Mε άλλα λόγια, το κάθε κειμενικό είδος αποτυπώνει τα νοήματα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι καθώς έρχονται σ’ επαφή μεταξύ τους ώστε να επιτύχουν τους κοινωνικούς (και επικοινωνιακούς) τους στόχους. [Οι «κατασκευές» αυτές δεν είναι στατικές αλλά δυναμικές αφού συνεχώς διαμορφώνονται ή μεταβάλλονται. Γι’ αυτό άλλωστε τα κειμενικά είδη θεωρούνται ως διαδικασίες και όχι προϊόντα μιας διαδικασίας όπως είναι λ.χ. ένα κείμενο, το οποίο αποτελεί την υλική υπόσταση ενός είδους λόγου και ενός κειμενικού είδους. Τα κειμενικά είδη συνεπώς περιγράφονται ως διαδικασίες στις οποίες λαβαίνουν μέρος τα μέλη ενός πολιτισμού.] Εφόσον χρησιμοποιούνται μέσα σ’ ένα κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον διάδρασης συνεχώς αναπτύσσονται.

Επίσης, τα κειμενικά είδη περιγράφονται ως στοχοθετημένα. Κι αυτό επειδή έχουν εξελιχθεί (και συνεχίζουν να εξελίσσονται) έτσι ώστε να επιτρέπουν στα μέλη μιας πολιτισμικής ομάδας να επιτυγχάνουν κοινωνικά προσδιορισμένους στόχους, να μπορούν να επιτελούν διάφορες κοινωνικές πράξεις. Τέλος, περιγράφονται ως «σταδιακά» επειδή έχουν μια χαρακτηριστική δομή με αρχή, μέση και τέλος, η οποία αποτελεί μέσον επίτευξης των στόχων.

Σε κάθε πολιτισμό υπάρχουν πολλά διαφορετικά κειμενικά είδη τα οποία εξυπηρετούν διαφορετικούς κοινωνικούς στόχους. Υπάρχουν κειμενικά είδη που είναι δομημένα για να πληροφορήσουν, να ψυχαγωγήσουν, να επιχειρηματολογήσουν, να διαπραγματευτούν διαφορετικές απόψεις ή να εξηγήσουν φυσικά φαινόμενα. Υπάρχουν και άλλα πολλά κειμενικά είδη που εξυπηρετούν σκοπούς όπως το να συμβουλευτεί κανείς ένα/μία γιατρό, να παραγγείλει ένα γεύμα, να κάνει παράπονα για κάτι ή να αγοράσει κάποιο προϊόν.

Τα κειμενικά είδη εξελίσσονται με το χρόνο καθώς ο κοινωνικός στόχος τον οποίο εξυπηρετούσαν επίσης εξελίσσεται και μεταβάλλεται μέσα σε έναν πολιτισμό. [Αν σκεφτούμε, για παράδειγμα, πως έχουν μεταβληθεί οι στόχοι και τρόποι ψυχαγωγίας στις δυτικές κοινωνίες σε τούτο τον αιώνα και μόνο, θα μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τις αντίστοιχες εξελίξεις των κειμενικών ειδών που συνδέονται με τον κοινωνικό αυτό στόχο.]

Τα κειμενικά είδη στη μαθησιακή διαδικασία
Όσον αφορά την έρευνά μας στα σχολεία, σε σχέση με τα κειμενικά είδη, εστιάσαμε κυρίως στα γραπτά κειμενικά είδη που σχετίζονται με τη μαθησιακή διαδικασία στο σύνολο του προγράμματος σπουδών. [Δηλαδή, διερευνήσαμε τα κειμενικά είδη τα οποία προσδιορίζουν τη μαθησιακή διαδικασία σε κάθε μάθημα του σχολικού προγράμματος. Για παράδειγμα, στο μάθημα της ιστορίας στη Β/θμια εκπαίδευση τα κειμενικά είδη που έχουν εντοπιστεί, κατόπιν έρευνας, είναι η προσωπική, η αυτοβιογραφική, η βιογραφική και η ιστορική διήγηση, η εξήγηση γεγονότων και συνεπειών, η (μονόπλευρη) ανάπτυξη ή προώθηση μιας ιδέας ή θέσης, η αμφισβήτηση μιας ιδέας ή θέσης, η (κριτική) συζήτηση διαφόρων ιδεών ή θέσεων και η αποδόμηση του τρόπου παρουσίασης μιας κατάστασης. Το κάθε κειμενικό είδος λεκτικοποιείται με κείμενα στα οποία διακρίνουμε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γλωσσικά στοιχεία, όπως λ.χ. στην προσωπική διήγηση όπου τα γλωσσικά-στοιχεία-κλειδιά είναι: η αλληλουχία στο χρόνο, η χρήση πρώτου προσώπου και η ειδική αναφορά σε άτομα που εμπλέκονται στην κατάσταση που εκτίθεται. Στην περίπτωση της βιογραφικής διήγησης, όμως, τα γλωσσικά-στοιχεία-κλειδιά είναι: o χωροχρονικός προσδιορισμός, η χρήση τρίτου (συγκεκριμένου) προσώπου, η ειδική ή/και γενικευμένη αναφορά σε άλλους μετέχοντες στην κατάσταση που εκτίθεται 3.]

Στη διάρκεια της έρευνάς μας, διαπιστώσαμε ότι οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούσαν τους όρους κειμενικό είδος και τύπος κειμένου ως συνώνυμα, με αυξανόμενη τάση της χρήσης του όρου τύπος κειμένου. [Καταρχήν διασαφηνίσαμε τη διαφορά μεταξύ τους, την οποία μπορούμε εδώ να εξηγήσουμε, με συγκεκριμένα παραδείγματα, αντιπαραθέτοντάς την και με έναν άλλο όρο, τον όρο είδος λόγου, ως εξής: Ο ιστορικός λόγος, λ.χ. είναι ένα είδος (οριοθετημένου, επιστημονικού) λόγου, και διαφέρει από τον λόγο της φυσικής και των μαθηματικών, της λογοτεχνίας και της ψυχολογίας. Στα πλαίσια του ιστορικού λόγου αναπτύσσονται κειμενικά είδη, όπως αυτά που παρατίθενται παραπάνω —προσωπική ή αυτοβιογραφική διήγηση κλπ. Το κειμενικό είδος «αυτοβιογραφική διήγηση» μπορούμε να το δούμε να υλοποιείται μέσα από διαφόρων τύπων κείμενα, όπως είναι λ.χ. ένα άρθρο εφημερίδας, ένα κεφάλαιο σχολικού βιβλίου ιστορίας, ένα ερωτικό διήγημα σε περιοδικό, ένα θεατρικό έργο, κλπ.]

Το λειτουργικό μοντέλο στο οποίο στηρίζονταν θεωρητικά η έρευνά μας έγινε πιο σαφές στους εκπαιδευτικούς αφού κατανόησαν την προτεινόμενη αιτιολογημένη σχέση μεταξύ δομής του κειμένου και κοινωνικής σκοπιμότητας του κειμένου αυτού. Κατανοώντας τη σχέση αυτή μάλιστα, οι εκπαιδευτικοί μπορούσαν καλύτερα να καταλάβουν και να χρησιμοποιήσουν την έννοια του γραμματισμού ως κοινωνικά προσδιορισμένης πρακτικής 4. Έχοντας επίσης κατανοήσει την έννοια και λειτουργία του κειμενικού είδους, μπορούσαν πλέον να στρέψουν την αναλυτική δυναμική του λειτουργικού μοντέλου προς πιο παραγωγικούς στόχους όπως, για παράδειγμα, να ζητούν από τους/τις μαθητές/τριές τους να παράγουν κείμενα με συγκεκριμένα γλωσσικά και ρητορικά στοιχεία. Προοδευτικά διαπιστώναμε πως από τη στιγμή που οι μαθητές/τριες εκτίθεντο συστηματικά στη πρωτοτυπική δομή λ.χ. της εξήγησης, της ενημερωτικής έκθεσης, της εξιστόρησης γεγονότος ή της αφήγησης, και αφού μάθαιναν ποια είναι τα χαρακτηριστικά γλωσσικά και ρητορικά τους στοιχεία, μπορούσαν πλέον πιο εύκολα και οι ίδιοι/ες να τις παράγουν. Όπως το έθεσε ένας εκπαιδευτικός, η μεταγλώσσα του κειμενικού είδους έδωσε στους μαθητές/τριες «κάτι στο οποίο μπορούσαν να στοχεύσουν».

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας