Άρθρα Γλωσσική αγωγή στη Β/θμια εκπαίδευση στην Αυστραλία:
Μια συστημική λειτουργική οπτική

Σ ε λ ί δ α  3 / 8
.

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΓΝΩΣΗ ΣΤΗ Β/ΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Βεβαίως, για να γίνει το λειτουργικό μοντέλο πραγματικά χρήσιμο στους εκπαιδευτικούς της Β/θμιας εκπαίδευσης χρειαζόταν προσαρμογή. Το συγκειμενικό πλαίσιο το οποίο αναπτύσσαμε έπρεπε να αντιμετωπίσει δύο πραγματικότητες: του δεδομένου προγράμματος σπουδών και της δεδομένης κοινωνίας. Πρώτα-πρώτα, για να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις της ακαδημαϊκής μάθησης, οι μαθητές/τριες χρειάζεται να μάθουν να χειρίζονται τη γλώσσα όπως χρησιμοποιείται στα διάφορα κειμενικά είδη των γνωστικών αντικειμένων του σχολικού προγράμματος. Ονομάζω αυτή τη γλώσσα επιστημική, επειδή είναι η αφηρημένη, συμβολική και τεχνική γλώσσα που χρησιμοποιείται στους δυτικούς πολιτισμούς για την παραγωγή της γνώσης και για την πρόσβαση σε αυτήν. Κάθε καλά συγκροτημένο πρόγραμμα γραμματισμού Β/θμιας εκπαίδευσης πρέπει να δίνει στους μαθητές/τριες τη δυνατότητα να διαβάζουν και να γράφουν κείμενα σχετικά με την παραγωγή της γνώσης σε συγκεκριμένους επισητμονικούς χώρους. Αυτή η πραγματικότητα του προγράμματος σπουδών μας πίεσε να σχεδιάσουμε ένα πλαίσιο αρκετά γενικό ώστε να είναι χρήσιμο σε όλα τα σχολικά μαθήματα, αλλά και αρκετά εξειδικευμένο ώστε να βελτιώνει τις γλωσσικές δεξιότητες των μαθητών/τριών σε συγκεκριμένους επιστημονικούς χώρους. Δεύτερον, υπάρχει η πραγματικότητα του ολοένα και πιο σύνθετου κοινωνικού κόσμου έξω από την πύλη του σχολείου. Σε χώρες όπως η Αυστραλία, οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν καθημερινά έναν πολύγλωσσο και πολυπολιτισμικό μαθητικό πληθυσμό? κι όλοι τους θέλουν πρόσβαση σε ό,τι καλύτερο έχει να δώσει η σχολική εκπαίδευση. Η ποικιλία των γνώσεων, εμπειριών και ικανοτήτων με τις οποίες ξεκινούν το σχολείο διαφορετικοί μαθητικοί πληθυσμοί και η απόσταση που χωρίζει το υπόβαθρο που έχουν με τη σχολική γνώση αντικατοπτρίζει ένα γενικότερο κοινωνικό φαινόμενο –ένα ετερογενές και μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον που δέχεται διαδοχικά χτυπήματα από την παγκοσμιοποίηση, τις τεχνολογικές αλλαγές και τις οικονομικές ανακατατάξεις. Επιπλέον, το ίδιο το πρόγραμμα σπουδών βάλλεται σε κάθε σημείο του από τέτοιες πιέσεις. Η έρευνά μας στις τάξεις έδειξε ότι ακόμα και η επιστημονική γνώση δεν είναι απομονωμένη από τον άστατο κόσμο της κοινωνικής πραγματικότητας καθώς οι άνθρωποι ασχολούνται με προβληματικά ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, η εφαρμογή των επιστημονικών εξελίξεων στην τεχνολογία της γενετικής και της επικοινωνίας.

Ήταν απαραίτητο να αντιμετωπίσουμε και τις δύο πραγματικότητες με δίκαιο τρόπο στην έρευνά μας. Κατά τη χρήση του λειτουργικού γλωσσικού μοντέλου, έπρεπε να αποφασίσουμε λ.χ. ποια κειμενικά είδη εξυπηρετούν ποιους σκοπούς σε ποιες περιοχές του προγράμματος σπουδών. Διαπιστώσαμε πως κειμενικά είδη όπως η εξήγηση, η αναφορά, η οδηγία είναι σημαντικά για παράδειγμα στο μάθημα της φυσικής, αλλά όχι και τόσο στο μάθημα της γλώσσας ή της λογοτεχνίας. Στη δεύτερη περίπτωση, οι μαθητές/τριες έπρεπε να επικεντρώσουν την προσοχή τους σε κειμενικά είδη όπως η αφήγηση, η λογοτεχνική ερμηνεία, και εξήγηση. Με άλλα λόγια, η διδασκαλία με βάση τα κειμενικά είδη έπρεπε να έχει «αντισταθμιστικά οφέλη» στην εκμάθηση του αντικειμένου γνώσης και το πλαίσιο έπρεπε να αναγνωρίζει τόσο τα κοινά σημεία όσο και τις εξειδικεύσεις της μάθησης σε κάθε γνωστικό αντικείμενο. Όσον αφορά το επίπεδο ύφους του κειμένου, το αναπτυσσόμενο πλαίσιο έπρεπε να τυποποιήσει με περισσότερη αποτελεσματικότητα τη σχέση μεταξύ της σχολικής μάθησης και της μάθησης στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Το πλαίσιό μας προέκυψε μέσα από τους προβληματισμούς μας για τις ετερογενείς απαιτήσεις της μάθησης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τις σχέσεις της με την ευρύτερη κοινωνία. Φυσικά, κανένα μοντέλο δεν θα μπορέσει ποτέ να περιγράψει ακριβώς τη σχέση μεταξύ ενός προγράμματος σπουδών και του κοινωνικού του συγκειμένου. Όμως, όπως υποστηρίζει ο Kress (1995), ήταν και είναι σημαντικό να προσπαθήσουμε. Χρησιμοποιήσαμε το πλαίσιο λοιπόν ως «ευρετικό» μηχανισμό? δηλαδή, ως ένα αναλυτικό εργαλείο για να σκεφτόμαστε, να σχεδιάζουμε και να αναλύουμε τη διαδικασία της μάθησης, συνδέοντάς την με την εκπαίδευση γραμματισμού.

Το έργο που αναλάβαμε ο Bill, η Margaret και εγώ για το γραμματισμό στο σύνολο του προγράμματος σπουδών αντιπροσωπεύει μέρος μόνο της έρευνας-σχετικά-με-τη-γλώσσα στη Β/θμια εκπαίδευση. Έχει επίσης διερευνηθεί η σχέση μεταξύ σχολικού γραμματισμού και γραμματισμού που απαιτείται σε επαγγελματικούς χώρους (βλ. Christie & Martin 1997). Υπάρχουν ακόμη κι άλλες συναφείς έρευνες σε σχολεία της Αυστραλίας, οι οποίες έχουν δημοσιευτεί (βλ. Macken & Rothery 1991 και Hasan & Williams 1996).

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας