Άρθρα Γλωσσική αγωγή στη Β/θμια εκπαίδευση στην Αυστραλία:
Μια συστημική λειτουργική οπτική

Σ ε λ ί δ α  4 / 8
.

ΤΟ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η διάρθρωση της φύσης των πρακτικών γραμματισμού στο σύνολο του προγράμματος σπουδών μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν χρησιμοποιήσουμε ένα ευρύ μοντέλο του σχολείου ως πολιτισμικού πεδίου το οποίο συνδέεται με άλλα πεδία και, ταυτόχρονα, διαφέρει από αυτά. Oρίσαμε τρία πεδία τα οποία θεωρήσαμε ως τα πιο σημαντικά πεδία μάθησης. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το κάθε ένα από τα τρία αυτά πεδία αναπαριστά, με έναν ομολογουμένως εξιδανικευμένο τρόπο, χώρους στους οποίους συμμετέχουν όλα τα μέλη των δυτικών ή δυτικοποιημένων κοινωνιών και οι οποίοι ευνοούν κάποια είδη μάθησης και κατανόησης.

Τα τρία πεδία τα οποία ορίσαμε και τα είδη μαθησιακών πρακτικών που εμφανίζονται στο κάθε πεδίο είναι τα εξής.

Το «καθημερινό» πεδίο μάθησης

Το πρώτο αυτό πεδίο αφορά το τι και πώς μαθαίνουν τα παιδιά στη διάρκεια της καθημερινής τους ζωής ως μέλη της οικογένειας και της κοινότητας.

Στην καθημερινή τους ζωή, κατά την επικοινωνία τους με άλλα άτομα οι νεαροί μαθητές/τριες μπορούν να θεωρήσουν πολλά ως δεδομένα. Η γλώσσα τούς παρέχει ένα λίγο-πολύ διαφανές παράθυρο προς τις πρακτικές και τις σχέσεις της ζωής στο περιβάλλον της οικογένειας και της κοινότητας. Σε μικρές κοινωνίες μπορούμε να προϋποθέσουμε κοινωνική εγγύτητα ή τουλάχιστον εξοικείωση με τις αξίες της κοινότητας και τις προσδοκίες των ρόλων. Η κοινή λογική αρκεί για να κάνουν τα περισσότερα πράγματα. Οι άνθρωποι μαθαίνουν μέσω της σοφίας και της πείρας των άλλων γύρω τους, επικοινωνώντας κυρίως μέσω του προφορικού λόγου. Π.χ., για τη φροντίδα των μικρών παιδιών, οι γονείς βασίζονται συνήθως στην εμπειρική, σιωπηρή γνώση (την «τεχνογνωσία») που τους μετέδωσαν οι δικοί τους γονείς. Συνήθως συμβουλεύονται ειδικούς μόνο σε περιπτώσεις που οι κοντινοί συγγενείς αποδειχθούν ανεπαρκείς. Γενικά, στο καθημερινό πεδίο, τα παιδιά μαθαίνουν «κάνοντας πράγματα» μαζί με τα «κατάλληλα άτομα», με ένα σύστημα μαθητείας ή μιας αγωγής που επιτυγχάνεται μέσω της άμεσης συμμετοχής στην πράξη. Φυσικά το πεδίο της καθημερινότητας δεν είναι ομοιογενές. Κάθε άλλο. Τα σημεία εκκίνησης του κάθε νέου που μαθαίνει κάτι ποικίλλει μια κι ο καθένας ή καθεμία από αυτούς/ες έχει διαφορετικές εμπειρίες και γνώσεις οι οποίες μάλιστα διαφέρουν από αυτές που προϋποθέτει το σχολείο.

Το «εξειδικευμένο» πεδίο μάθησης

Το δεύτερο αυτό πεδίο είναι στα πλαίσια της σχολικής ζωής των παιδιών και της εκπαίδευσής τους στην τάξη.

Το εξειδικευμένο πεδίο της σχολικής μάθησης εισάγει τους μαθητές/τριες σε τύπους γνώσεων παράλληλους με την κοινή λογική. Αν και υπάρχουν σημεία επικάλυψης, τα παιδιά δεν μπορούν πλέον να βασίζονται στις αντιλήψεις που είχαν αναπτύξει στο σπίτι ή στην κοινότητα. Οι μορφές της γνώσης στα ακαδημαϊκά μαθήματα, όπως το μάθημα της λογοτεχνίας ή της φυσικής είναι οργανωμένες με βάση διαφορετικές αρχές συνάφειας. Όπως έχει τονίσει ο Halliday, οι μαθητές/τριες τώρα «πρέπει να συναγάγουν, από τεχνικά και συχνά ιδιαίτερα μεταφορικά γραπτά κείμενα, γενικεύσεις που πρέπει να αναγνωρίσουν ότι σχετίζονται με (αλλά και ότι συστηματοποιούν) τις ίδιες καθημερινές μέχρι τότε εμπειρίες τους» (Halliday 1991). Στο εξειδικευμένο πεδίο, οι μαθητές/τριες του σχολείου πρέπει να αφομοιώσουν και να αναπαραγάγουν τα περιεχόμενα της επιστημονικής γνώσης καθώς μαθαίνουν να διαβάζουν και να γράφουν κείμενα που σιγά-σιγά τους παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την ερμηνεία τους. Η γλώσσα δεν είναι πια απλώς ένα παράθυρο προς την πραγματικότητα που τη μαθαίνουν μεταφέροντας τα νοήματά της σε οικείες περιστάσεις χρήσης. Η ίδια η γλώσσα «κατασκευάζει» πραγματικότητες και, στο εξειδικευμένο πεδίο, αυτές οι πραγματικότητες έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις από τους μαθητές/τριες.

Στο εξειδικευμένο πεδίο, ο «εαυτός» κατασκευάζεται ως κάτι αντικειμενικό και οι σχέσεις σηματοδοτούνται από την κοινωνική απόσταση. Οι μαθητές/τριες πρέπει να μάθουν να παίζουν τους ρόλους τους, να έχουν στάσεις και προσδοκίες από τις επιστημονικές κοινότητες και να παράγουν επιστημικά κείμενα που να τους χαρακτηρίζουν ως κανονικά μέλη αυτών των κοινωνιών. Οι διδακτικές παιδαγωγικές ακαδημαϊκού τύπου κυριαρχούν καθώς οι εκπαιδευτικοί οδηγούν τους μαθητές/τριες στην ακρίβεια της εκπαιδευτικής μάθησης. Η ενασχόληση με τα κείμενα και τις πρακτικές αυτού του πεδίου αποδεικνύεται απαιτητική για τους περισσότερους μαθητές/τριες. Οι μαθητές/τριες των οποίων τα σημεία εκκίνησης κάνουν πολύ δύσκολη την εισαγωγή σε αυτό το πεδίο συχνά χρειάζονται βοήθεια ειδικού τύπου για τα επίπεδα ύφους και τα κειμενικά είδη του. Για το λόγο αυτό κατά την έρευνά μας δώσαμε έμφαση στις πρακτικές γραμματισμού αυτού του πεδίου μάθησης.

Το «αυτοπαθές» πεδίο μάθησης

Υπάρχει και ένα τρίτο πεδίο μάθησης, για το οποίο χρησιμοποιείται ο όρος αυτποπαθές πεδίο, ο οποίος αναφέρεται στην κατάσταση περισυλλογής του ατόμου για να συνδέσει και να αντιπαραθέσει τις ειδικές γνώσεις και εμπειρίες του με εκείνες που έχει αποκτήσει στη προσωπική και κοινωνική του ζωή. Ουσιαστικά, πρόκειται για το πεδίο μάθησης στη διάρκεια της οποίας κανείς δημιουργεί νοήματα βάσει αυτών που έχει μάθει μετέχοντας στα άλλα δύο πεδία. Δηλαδή δημιουργείται στα πλαίσια μίας σχέσης «διεπίδρασης» με τα άλλα δύο πεδία.

Ο όρος έχει συγγένεια με τον γλωσσολογικό όρο «αυτοπάθεια», κατά την οποία ταυτίζονται το υποκείμενο και το αντικείμενο ενός ρήματος ή μιας αντωνυμίας. Σε μια πρόταση όπως Αυτή σκέφτεται πολύ τον εαυτό της, η αντωνυμία τον εαυτό της αναφέρεται στο υποκείμενο της πρότασης, αυτή. Το υποκείμενο και το αντικείμενο συν-αναφέρονται. Κατ’ αναλογία, στην περίπτωση της μάθησης απαλείφεται η ξεκάθαρη διαφορά του γνώστη από το αντικείμενο της γνώσης και οι μαθητές/τριες αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι, σε έναν κόσμο κοινωνικά διαφοροποιημένο, κάθε υποκείμενο έχει επενδεδυμένο συμφέρον να διατηρήσει μια συγκεκριμένη άποψη για τα αντικείμενα των συλλογισμών του. Σε τελική ανάλυση, υπάρχει ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσα στο ποιος είμαι, στην κοινωνική τάξη των πραγμάτων, και στο τι ξέρω. Έτσι, όλες οι μορφές γνώσης είναι περιπλεγμένες με τα συστήματα αξιών αυτών που τις κατέχουν.

Στο αυτοπαθές πεδίο έχουμε να κάνουμε με τον κόσμο της πολιτισμικής ποικιλίας στον οποίο η εξουσία είναι άνισα μοιρασμένη και υπάρχουν ανταγωνιστικά είδη λόγου. Εδώ οι μαθητές/τριες βλέπουν πόσο φορτωμένες με αξίες είναι οι γνώσεις και της επιστήμης και της κοινής λογικής. Η επιστημονική γνώση, λ.χ., μπορεί να εμφανίζεται ως εμπειρικά έγκυρη, αντικειμενική και απρόσωπη: την ενδιαφέρει μόνο η επαληθεύσιμη αλήθεια. Όμως, από την άποψη του αυτοπαθούς πεδίου, η επιστήμη γενικά είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα μάλλον παρά μια αιώνια αλήθεια, και μπορεί να αμφισβητηθεί. Από σημειολογική άποψη, οι μαθητές/τριες μετακινούνται σταδιακά σε διαφορετικά μέσα καθώς αναγνωρίζουν, αναδομούν και αμφισβητούν διάφορα νοήματα. Παρόλο που οι πολυτροπικές πηγές νοήματος είναι σημαντικές, η έρευνά μας στα μειονεκτούντα σχολεία έδειξε ότι η παραγωγή νοημάτων μέσω γραπτού λόγου εξακολουθεί να θεωρείται ως η πλέον σημαντική, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις πρακτικές κριτικού γραμματισμού (βλ. Hammond & Macken-Horarik, υπό έκδοση).

Τι γίνεται όμως με την παιδαγωγική που σχετίζεται με το αυτοπαθές πεδίο; Αν και το προσωπικό στοιχείο είναι σημαντικό εδώ, μήπως βρισκόμαστε στα πρόθυρα της επιστροφής στην Προοδευτικού τύπου εκπαίδευση; Κάθε άλλο. Τα κείμενα που αναφέρονται στην κοινωνική εξάρτηση και την πολιτισμική ποικιλία γίνονται αντικείμενο γνώσης μέσω συνειδητού σχεδιασμού –αν και οι παιδαγωγικές στρατηγικές για την ανάπτυξή τους χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή τους φύση, από συζήτηση, και από την ποικιλία τρόπων και μέσων επικοινωνίας (λ.χ., τη χρήση βίντεο, εφημερίδων, και ραδιοφωνικών εκπομπών). Οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία της έρευνάς μας προχώρησαν σε μια διαλεκτική παιδαγωγική στο αυτοπαθές πεδίο –μια παιδαγωγική που ενθάρρυνε τους μαθητές/τριες να κινηθούν μεταξύ ανταγωνιστικών απόψεων, να τις κρίνουν και να τις ανασυνθέσουν για μια σειρά στόχων.

Πώς ενσωματώνονται στις πρακτικές διδασκαλίας στην τάξη οι μαθησιακές πρακτικές που συνηθίζονται στο κάθε ένα από τα τρία πεδία που μόλις συζητήθηκαν; Οι δύο τάξεις της έρευνάς μας αποτελούν παραδείγματα ως προς αυτό το ερώτημα. Μπορούμε δηλαδή να δούμε πώς εμφανίζονται διάφορες πλευρές του καθημερινού, του εξειδικευμένου και του αυτοπαθούς πεδίου μάθησης στα σχέδια μαθήματος που ετοίμασαν η Margaret και ο Bill για τις αντίστοιχες ενότητες εργασίας στις τάξεις τους.

Τα τρία πεδία μάθησης στο μάθημα βιολογίας

Στη βιολογία, με μαθητές/τριες της B’ Γυμνασίου, το σχέδιο μαθήματος της Margaret αφορούσε την ανθρώπινη αναπαραγωγή και τη σχετική τεχνολογία. Αυτό σήμαινε αναφορά στις διαδικασίες της ανθρώπινης αναπαραγωγής, στη γενετική κληρονομικότητα και στις ανθρώπινες παρεμβάσεις σε αυτές τις διαδικασίες, όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση και η γενετική μηχανική. Η Margaret ήθελε να αναπτύξουν οι μαθητές/τριες της διαφορετικές απόψεις για τα σχετικά ζητήματα. Προσπάθησε λοιπόν πρώτα να βεβαιωθεί ότι είχαν τις απαραίτητες γνώσεις στη βιολογία και ότι είχαν ήδη κάνει κάποιες σκέψεις για τα ανθρώπινα και τα ηθικά προβλήματα που προκύπτουν από τις εφαρμογές της γενετικής τεχνολογίας. Από την άποψη του συγκειμενικού πλαισίου μας, σχεδίασε τη μετακίνηση μεταξύ τριών ειδών γνώσεων σχετικών με την αναπαραγωγή: αυτές που είχαν αποκτήσει οι μαθητές/τριες στην προσωπική τους ζωή (στο καθημερινό πεδίο), αυτές που είχαν αναπτύξει μέσω της οργανωμένης εκπαίδευσης στο μάθημα της βιολογίας (στο εξειδικευμένο πεδίο) και αυτές που διαμορφώθηκαν κατά την κριτική ανάγνωση και συζήτηση των κοινωνικών και ηθικών προβλημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή αυτών των γνώσεων στη ζωή των ανθρώπων (στο αυτοπαθές πεδίο). Πώς σχετίζονται αυτά με το πρόγραμμα σπουδών βάσει των κειμενικών είδων; Το συγκεκριμένο μάθημα ήταν σχεδιασμένο έτσι ώστε να περιλαμβάνει παραγωγή γραπτής εργασίας. Η Margaret ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτή την εργασία για να βελτιώσει τις δεξιότητες των μαθητών/τριών της στην παραγωγή γραπτού λόγου χρησιμοποιώντας το κειμενικό είδος της εξήγησης, χρησιμοποιώντας το ως τρόπο εισαγωγής στην επιστημονική γνώση.

Οι αρχικές σημειώσεις του σχεδίου του μαθήματος αποτυπώνουν τους μαθησιακούς στόχους της Margaret για τη συγκεκριμένη ενότητα εργασίας. Tους στόχους αυτούς τους περιέγραψε σε σχέση με τη συμπεριφορά των μαθητών/τριών: Στο τέλος του μαθήματος οι μαθητές/τριες θα έπρεπε να είναι σε θέση:

  • να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά το κειμενικό είδος της εξήγησης
  • να εξηγούν τις διαδικασίες σεξουαλικής αναπαραγωγής του ανθρώπου, της εξωσωματικής γονιμοποίησης, της γενετικής μηχανικής και της κληρονομικότητας (της κυρίαρχης και της υποχωρητικής)
  • να παραθέτουν και να περιγράφουν τις τεχνολογίες παρέμβασης ή τροποποίησης του αποτελέσματος της ανθρώπινης αναπαραγωγής
  • να συζητούν τα ηθικά και ιατρικά ζητήματα που προκύπτουν από τις νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής
  • να διαβάζουν και να συζητούν διάφορα ζητήματα που παρουσιάζονται λ.χ. σε άρθρα εφημερίδων, επιστημονικών περιοδικών, εγχειριδίων και σε διάφορα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και τηλεοπτικά.

Τα τρία πεδία μάθησης στο μάθημα της φιλολογίας

Στο μάθημα φιλολογίας με τους μαθητές/τριες της A’ Γυμνασίου, ο Bill είχε προγραμματίσει να εργαστεί με τους μαθητές/τριες του πάνω στην κωμωδία καταστάσεων με έμφαση στο ζήτημα των κοινωνικών προκαταλήψεων. Η τάξη του είχε αποκτήσει γνώσεις για τη δομή της αφήγησης την προηγούμενη χρονιά και ο Bill ήθελε να συνδέσει εκείνη τη γνώση με το αντικείμενο μελέτης στη συγκεκριμένη ενότητα της φετινής χρονιάς.

Γνώριζε ότι στους/τις μαθητές/τριες του άρεσαν κωμωδίες καταστάσεων όπως οι Murphy Brown, Fawlty Towers και Mother and Son. [οι οποίες αντιστοιχούν, όχι θεματικά, αλλά ως κειμενικό είδος με δημοφιλείς εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης όπως Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή, Το δις εξ’ αμαρτείν, Ντόλτσε Βίτα] Ο Bill ήθελε να κατορθώσουν οι μαθητές/τριες όχι μόνο να αναλύσουν τη δομή του κειμενικού είδους της τυπικής κωμωδίας καταστάσεων αλλά και να αποδομήσουν την ιδεολογική τους λειτουργία. Πολλές κωμωδίες καταστάσεων λειτουργούν έτσι που να δείχνουν ως φυσικές κάποιες κοινωνικές απόψεις και να στηρίζουν προκαταλήψεις που έχουν να κάνουν λ.χ. με την ηλικία, την εθνικότητα, το φύλο ή το γάμο. Από την άποψη του πλαισίου μας, το μάθημά του είχε σχεδιαστεί για να αναπτυχθούν οι ικανότητες και οι γνώσεις των μαθητών/τριών του σε (τουλάχιστον) τρία πεδία: το καθημερινό, το εξειδικευμένο και το αυτοπαθές. Οι μαθησιακοί στόχοι του Bill καταγράφτηκαν στις σημειώσεις του σχεδίου του μαθήματός του με τη μορφή στρατηγικών διδασκαλίας ως εξής:

  • να εισαγάγει τους/τις μαθητές/τριες στα χαρακηριστικά στοιχεία της κωμωδίας καταστάσεων
  • να τους δώσει τη δυνατότητα να γράψουν κείμενα για διαφορετικού τύπου ακροατηρία και για διαφορετικούς σκοπούς, χρησιμοποιώντας ποικίλα μέσα. Να μπορούν λ.χ. να γράψουν κριτική ή περιληπτική περιγραφή μιας κωμωδίας καταστάσεων για ένα έντυπο πρόγραμμα της τηλεόρασης, ένα σχολιαστικό άρθρο για περιοδικό ή ακόμη και ένα σενάριο κωμωδίας καταστάσεων.
  • να συζητήσει πώς εμφανίζονται οι προκαταλήψεις στη σύγχρονη κοινωνία και πώς μπορούν οι ανθρωπιστικές σπουδές να θέσουν σε αμφισβήτηση αυτές τις αντιλήψεις.
  • να έχει ως αποτέλεσμα τη συγγραφή και παραγωγή μιας κωμωδίας καταστάσεων εμπλέκοντας τους μαθητές/τριες σε όλες τις σχετικές διαδικασίες (γράψιμο σεναρίου, εργασίες πριν από την παραγωγή, ηθοποιία, παραγωγή και εργασίες μετά την παραγωγή).

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας