ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Το γλωσσικό πρόγραμμα σπουδών της Αγγλίας

.
 


"ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ"

Ο όρος «εναρμόνιση έργου και ικανότητας» χρησιμοποιείται αρκετά τα τελευταία χρόνια και παραπέμπει σε μια νέα αντίληψη για το ζήτημα της εκπαίδευσης σε τμήματα σχολικών τάξεων μικτών ικανοτήτων [mixed ability classes]. Για να την κατανοήσει κανείς τη νέα αυτή αντίληψη, θα πρέπει να γνωρίζει ότι η διασφάλιση της πρόσβασης όλων των μαθητών/-τριών στη σχολική γνώση, με τον πιο κατάλληλο για τις μαθησιακές τους ανάγκες τρόπο, έχει αποτελέσει στην Αγγλία επί σειρά ετών μείζον πολιτικο-εκπαιδευτικό θέμα και ότι η σωστότερη αντιμετώπισή του φαινόταν πως ήταν η διδασκαλία μαθητών/-τριών σε τμήματα μικτών ικανοτήτων.

Η διδασκαλία σε τμήματα μικτών ικανοτήτων απαιτεί από μας να στηριχτούμε σε διάφορα παιδαγωγικά μοντέλα για να δημιουργήσουμε μια μεγάλη γκάμα διδακτικού-εκπαιδευτικού υλικού που να προκαλεί το ενδιαφέρον όλων των μαθητών/-τριών της τάξης. Πρέπει δηλαδή να σχεδιάζουμε υλικό κατάλληλο για «προικισμένους/-ες» και «ταλαντούχους/-ες», για «μέτριους/-ες» μαθητές/-τριες, αλλά και για εκείνους/-ες που έχουν γλωσσικές και γενικότερα μαθησιακές δυσκολίες ή προβλήματα κοινωνικής συμπεριφοράς. Και πρέπει να πούμε ότι είναι μάλλον αποθαρρυντικό να παλεύουμε να πετύχουμε ένα τέτοιο στόχο, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και όλες τις άλλες απαιτήσεις και αλλαγές του προγράμματος. Ας σημειωθεί ακόμη ότι στα περισσότερα μαθήματα, συμπεριλαμβανομένου και του γλωσσικού, τα διαγωνίσματα είναι σχεδιασμένα για τους/τις μαθητές/-τριες που μπορούν να έχουν υψηλές επιδόσεις και μόνο μερικές φορές σχεδιάζονται έχοντας κατά νου το/τη μαθητή/-τρια «μέσων» ή «βασικών» ικανοτήτων. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στα διαγωνίσματα του Βασικού Σταδίου 3 και στις Γενικές Εξετάσεις για το πιστοποιητικό της Β/θμιας εκπαίδευσης, γνωστού στην αγγλική γλώσσα ως GCSE (General Certificate in Secondary Education).

Από δική μας πλευρά πάντα μας προβλημάτιζε το γεγονός ότι το ένα ενιαίο διδακτικό «πακέτο» (βιβλίο, ντοσιέ υλικού, τεστ, κτλ.) που χρησιμοποιείται με μία τάξη τριάντα μαθητών/-τριών και απευθύνεται στο μέσο όρο δεν ανταποκρίνεται στις μαθησιακές ανάγκες πολλών μαθητών/-τριών, είτε αυτές είναι υψηλότερες είτε είναι χαμηλότερες από εκείνες του «μέσου» μαθητή και της μαθήτριας. Η επιλογή αυτή δημιουργεί συνθήκες ώστε οι «καλοί/-ές» μαθητές/-τριες να μένουν ανικανοποίητοι ή να μη παρακινούνται να αξιοποιήσουν όλες τους τις δυνατότητες και οι «κακοί/-ές» μαθητές/-τριες να παρακάμπτονται, με αποτέλεσμα να δυσαρεστούνται και να καταφεύγουν σε διάφορα κόλπα αντιγραφής με σκοπό να καμουφλάρουν το γεγονός ότι αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα με το μάθημα. Επιπλέον, έχουμε συνείδηση ότι για κάθε ομάδα μαθητών/-τριών [ακόμη και εάν έχουν παρόμοιο επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων] απαιτείται ο σχεδιασμός εξατομικευμένων μέσων διδασκαλίας και αξιολόγησης αφού, ως γνωστό, κάθε μαθητής/-τρια έχει ως άτομο αναπτύξει διαφορετικές στρατηγικές μάθησης.

Με βάση τον προβληματισμό αυτό, έχουν γίνει ατελείωτες συζητήσεις μέσα στα σχολεία αλλά και στους κόλπους της κυβέρνησης. Οι συζητήσεις αφορούν στο χωρισμό των μαθητών/-τριών σε τμήματα ανάλογα με τις γνώσεις τους, στην έκταση και στη φύση της επιπρόσθετης διδακτικής στήριξης και στις μορφές που θα πρέπει να πάρει η ενισχυτική διδασκαλία ώστε να μεγιστοποιηθούν τα αποτελέσματά της. Το ζήτημα, εάν είναι καλύτερο να διδάσκονται οι μαθητές/-τριες σε τμήματα μικτών ικανοτήτων σε όλη τη διάρκεια της Β′/θμιας εκπαίδευσης ή όχι, ήταν ένα από τα πολλά ερωτήματα στο τραπέζι αυτών των συζητήσεων. Υπήρχαν και πολλά άλλα, όπως τα εξής: Το να κατατάσσουμε τα παιδιά σε εκπαιδευτικές ομάδες ανάλογα με τις ικανότητές τους είναι αποτελεσματικό για τα παιδιά όλων των ικανοτήτων ή απλά μόνο για τα πιο ικανά; Η ομαδοποίηση των παιδιών θα ήταν σκόπιμο να ποικίλλει από μάθημα σε μάθημα ή να γίνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα μαθήματα; Ποιες είναι οι συνέπειες της απομόνωσης ειδικά των «αδύνατων» μαθητών/-τριών σε τμήματα όπου όλοι έχουν τα ίδια «προβλήματα»; Μήπως η κατάταξή τους αυτή καταλήγει σε στιγματισμό και αποτελεί μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία; Πώς βοηθούνται καλύτερα οι «αδύνατοι/-ες» μαθητές/-τριες: σε τμήματα μικτών ικανοτήτων, σε ατομική βάση, ή σε ολιγομελείς ομάδες μαθητών/-τριών παρόμοιων ικανοτήτων; Σε ποια ηλικία είναι τέτοιες επεμβάσεις ιδιαζόντως κρίσιμες σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα;

Οι απαντήσεις για τα πιο πάνω ερωτήματα δεν είναι καθόλου εύκολες. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να καταλήξει κανείς σε συμπεράσματα και αποφάσεις δεδομένου ότι υπάρχουν πολύ διαφορετικές επιστημονικές απόψεις, διαφορετικές αναγνώσεις των αποτελεσμάτων της εκπαιδευτικής έρευνας και βεβαίως διαφορετικές πολιτικές [ιδεολογικά φορτισμένες] στάσεις και θέσεις. Έτσι, τα πιο πάνω ζητήματα απασχολούν συνεχώς τους/τις εκπαιδευτικούς στα σχολεία και τα στελέχη του ιδρύματος που ελέγχει το επίπεδο εκπαίδευσης των σχολείων.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ | ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

αρχή σελίδας